Καθαρότατον ήλιον επρομηνούσε
Της αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι
Σύγνεφο, καταχνιά, δεν απερνούσε
Τ' ουρανού σε κανένα από τα μέρη
Και από κει κινήμενο αργοφυσούσε
Τόσο γλυκό στο πρόσωπο τ' αέρι,
Που λες και λέει μες στης καρδιάς τα φύλλα:
Γλυκειά η ζωή κι ο θάνατος μαυρίλα.