Εικόνες της φύσης

Εικόνες της φύσης
Τρίπολη Αρκαδίας-Πλατεία Άρεως, Ο Αρχιστράτηγος του Αγώνα Θεόδωρος Κολοκοτρώνης

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

Τετάρτη 3 Μαΐου 2023

“Αγροτικόν συμπόσιον...” στην Τροιζήνα 23 Απριλίου 1827 του Αγίου Γεωργίου

 Από το έργο “Ιστορικές Αναμνήσεις” του Νικολάου Δραγούμη
Μια πολύ παραστατική περιγραφή του εορταστικού γεύματος των αγωνιστών ανήμερα της εορτής του Αγίου Γεωργίου, που αξίζει να διαβάσει κανείς. 

 

 

 

 

 

 

Αυτό το απόσπασμα και πολλά ακόμα αποσπάσματα απομνημονευματογράφων της εποχής εκείνης με αναφορά στη διατροφή, περιέχονται στο βιβλίο μου “ΜΝΗΜΕΣ ΚΑΙ ΓΕΥΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΟΡΤΥΝΙΑΣ”, σε ειδικό κεφάλαιο αφιερωμένο στα 200 χρόνια από την Επανάσταση του 21.

 

 

 

 

 

 

Ο Νικόλαος Δραγούμης(1809-1879), περιγράφει την στιγμή κατά την οποίαν έμαθαν στην Τροιζήνα, όπου συνεδρίαζε η Εθνοσυνέλευση της οποίας ήταν γραμματέας, το τραγικό νέο του θανάτου του Γεωργίου Καραϊσκάκη (23 Απριλίου 1827), ενώ βρίσκονταν σε μεγάλη ευθυμία γιατί γιόρταζαν τον Άγιο Γεώργιο, τον προστάτη του Αρχιστρατήγου της Ρούμελης Γεωργίου Καραϊσκάκη που πολεμούσε στην Αττική κι από την ευόδωση των αγώνων  του οποίου, εκείνη την περίοδο, κρεμόταν το μέλλον Ελλάδας.
Μάλιστα αναφέρει, ότι όπως  οι συγγενείς και φίλοι ψυχορραγούντος προσφιλούς προσώπου δίπλα από το κρεββάτι του ασθενούς κρέμονται από τα χείλη του γιατρού προσδοκώντας βοήθεια, έτσι κι εκείνοι περικυκλώνοντας το κρεββάτι της  ταλαιπωρημένης  πατρίδας, ανέμεναν από τον Καραϊσκάκη να της δώσει δύναμη ν’ ανακάμψει. Πίστευαν λοιπόν ότι του έδιναν αγάπη και δύναμη να  συνεχίσει τον αγώνα του, αυτός ήταν ο σκοπός  της ευθυμίας. Υπήρχε όμως κι ένας άλλος σκοπός του εορτασμού, λιγότερο ευγενής του πρώτου,  όπως αναφέρει. Η εξάντληση λόγω της Σαρακοστής καθ’ όλη τη διάρκεια της οποίας ετρέφοντο με ξερό ψωμί  και χλωρά κουκιά από την παρακείμενη πεδιάδα του Δαμαλά, για τα οποία κουκιά η Συνέλευση είχε υποσχεθεί αποζημίωση στους ιδιοκτήτες της.
Συγκεντρωμένοι οι πάντες παρακολούθησαν την λειτουργία στον μικρό αγροτικό ναό προσευχόμενοι, ενώ ο ιερέας “φέρων ευλαβώς τα Άγια έστη εν μέσω της εκκλησίας και ανυψώσας προς ουρανόν τους οφθαλμούς ηυχήθη υπέρ των κατά ξηράν και θάλασσαν μαχομένων, η μήπω κεκμηκυία όρασις μου είδε καταρρέοντα τα δάκρυα του περιεστώτος λαού και τας ακοάς μου προσέβαλεν ο εκ του γυναικωνίτου κοπετός, διότι, την ώραν εκείνην, πατρίδα, γονείς, αδελφούς, συζύγους, τέκνα, πάντα, πάντα τα φίλτατα της καρδίας ημών εβλέπομεν κρεμάμενα εις χείλος αβύσσου, και μόνον εκείνον, ου τινος το σώμα και το αίμα εβάσταζεν ο γέρων ιερεύς, ισχύοντα να σώση αυτά”.
Μετά τη λειτουργία ανέβηκαν πάνω από το χωριό στους ίσκιους απότομων βράχων ετοίμασαν πρόχειρα τραπέζια χαριεντιζόμενοι ενώ η τσίκνα από τα ψητά αρνιά ερέθιζε έντονα την όσφρηση τους ύστερα από την σαρανταήμερη αυστηρή νηστεία που έμοιαζε ετήσια.
Πως ήταν τα τραπέζια τους και ποια τα φαγητά τους:

Τα “τραπέζια” στρώθηκαν στο χλωρό χορτάρι, όπου κάθησαν κατάχαμα και σταυροπόδι, έχοντας ως πιάτα τα φύλλα των δέντρων και θάμνων, μαχαίρια και πιρούνια τα δάκτυλα τους και φαγητά ψητό αρνί και μεγάλο κάδο με ξυνόγαλο. Το γεύμα τους συνόδευε ανόθευτο κρασί ρετσίνα, δώρο από έναν συμπότην, που κούτσαινε από το ένα πόδι αλλά ήταν εύθυμος, κερνούσε, έλεγε στίχους και αναφωνούσε συνέχεια παινέματα για το κρασί.
Όταν ήρθε η ώρα έκαναν το σταυρό τους και ο φουστανελοφόρος ψήστης τοποθέτησε μπροστά τους το ψημένο αρνί. Σκύβοντας και γονατίζοντας έκοψε το αρνί σε κομμάτια με τα δάκτυλα του, γλείφοντας τα όταν καιγόταν. Πολλές φορές σκούπιζε τα χέρια του στη φουστανέλλα του στην οποία “Κύριος οίδε, πόσα έκρυπτον στίφη αναιμάκτων ζωυφίων, των αναποσπάστων τούτων συντρόφων των Ελλήνων εφ’ όλου του αγώνος”.
Και ενώ “ετηλεσκοπούμεν βουλιμιώντες τα κοπτόμενα”, μόλις δόθηκε το σύνθημα “του συμποσιάρχου... ωρμήσαμεν ως επί καρτεράν μάχην επ’ αυτά. Και επί ημίσειαν ώραν δεν ήκουες, αντί δούπου ασπίδων και παιάνων και αλαλαγμών, ειμή οδόντων πάταγον και ρωθώνων μυχθισμόν και χειλέων κελάδημα, ουδ’ έβλεπες ειμή χείρας δι’ ηλεκτρικής δυνάμεως κινουμένας και μεταφερούσας εις τα στόματα χαράς ευαγγέλια, πλουσιοπάροχα, λέγω, τεμάχια άρτου και κρέατος...”
Μετά την πρώτη ακατάσχετη έφοδο, ο συμποσίαρχος πρότεινε διακοπή και περιφορά της τσότρας με το κρασί στον κύκλο των συνεστιαζόμενων, οι οποίοι αφού έπιναν με τη σειρά έκαναν και μια ευχή: Καλήν Ελευθερίαν!
Ακολούθησε δεύτερη επίθεση στα κομμάτια του ψητού κρέατος και κατόπιν στον κάδο με το ξυνόγαλο. Μη έχοντας κουτάλια, βουτούσαν στον κάδο μια κόρα ψωμιού κατάλληλα κομμένη για να πιάνει το υγρό ξυνόγαλο.
Αφού χόρτασαν άρχισαν να ψέλνουν ή να τραγουδούν μέχρι που τους πήρες ο ύπνος.  
Και τότε έφθασε η θλιβερή είδηση:
“Οποία άρα όνειρα κατεπέμφθησαν εις ημάς αγνοώ. Ενθυμούμαι μόνον ότι μόλις αφυπνισθέντες είδομεν άγγελον μελανοπτέρυγα ερχόμενον δρομαίον και κομίζοντα την τρομεράν είδησιν ότι εφονεύθη ο Καραϊσκάκης. Ημείς όμως τοσαύτην πεποίθησιν είχομεν ότι περί τας Αθήνας στρατάρχης ην το τελευταίον όργανον της θείας προνοίας προς απελευθέρωσιν της Ελλάδος, ωστ’ εδιστάζομεν να πιστεύσωμεν το απαίσιον μήνυμα. Αλλ’ ότε καταβαίνοντες απνευστί εις το χωρίον είδομεν σεσωρευμένους και δακρύοντας πληρεξουσίους και λαόν, εξέλιπε πας δισταγμός. Και ότε εξεργεθέντες την επιούσαν συνερρεύσαμεν οι μεν εις του προέδρου της Συνελεύσεως, οι δε εις του στρατάρχου της Πελοποννήσου ζητούντες παρηγορίαν, η αλλοίωσις των προσώπων εμαρτύρει ότι πάντες διήλθον την νύκτα αγρυπνούντες και οδυνώμενοι. Ουδείς ήνοιγε τα χείλη, ουδείς εύρισκε λόγους ίνα ερμηνεύση το  άλγος της καρδίας αυτού, ουδείς είχεν ιδέαν τι έπρεπε  να γίνη μετά τον θάνατον του μεγάλου στρατηγού. Ήτο δε η σιωπή βαθεία και πένθιμος, ότε ο Κολοκοτρώνης, λύσας πρώτος αυτήν είπεν: “Ο χαμός, αδέλφια, είναι μεγάλος. Ο Θεός όμως είναι μεγαλύτερος”.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου