[Πρόλογος: Το παρόν άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από την μεσσηνιακή ιστοσελίδα www.messinia-guide.gr και το υπογράφει ο κ. ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΣ ΑΝ. ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ.
Το θέμα του άρθρου έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον για τους Αρκάδες, αφού αναπτύσσει τις πολιτιστικές συγγένειες και όχι μόνο, της Μεσσηνίας και της Αρκαδίας. Ακόμα, εκθέτει τον πλούτο της παραδοσιακής χορευτικής μουσικής των δυο γειτονικών περιοχών, σε αντίθεση μ' αυτό που πιστεύουν πολλοί, ότι δηλαδή οι χοροί μας είναι μόνο ο τσάμικος και ο καλαματιανός. Κι όμως σ΄αυτό το άρθρο μετρήσαμε συνολικά 33 χορούς(βασικούς και τις παραλλαγές τους). Αν είχαν διασωθεί όλοι αυτοί οι χοροί δεν θα υστερούσαμε σε τίποτα από άλλες περιοχές της Ελλάδας που ομολογουμένως έχουν να παρουσιάσουν μεγάλη ποικιλία χορών. Η διαφορά είναι, ότι σ' εκείνες τις περιοχές οι άνθρωποι τους καλλιέργησαν, τους δίδαξαν, τους διαφύλαξαν, όπως διαφύλαξαν με συνέπεια όλη τη λαϊκή τους παράδοση ενώ εμείς(στη Πελοπόννησο) τη λησμονήσαμε......]
Κείμενο: ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΣ ΑΝ. ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ
Το θέμα του άρθρου έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον για τους Αρκάδες, αφού αναπτύσσει τις πολιτιστικές συγγένειες και όχι μόνο, της Μεσσηνίας και της Αρκαδίας. Ακόμα, εκθέτει τον πλούτο της παραδοσιακής χορευτικής μουσικής των δυο γειτονικών περιοχών, σε αντίθεση μ' αυτό που πιστεύουν πολλοί, ότι δηλαδή οι χοροί μας είναι μόνο ο τσάμικος και ο καλαματιανός. Κι όμως σ΄αυτό το άρθρο μετρήσαμε συνολικά 33 χορούς(βασικούς και τις παραλλαγές τους). Αν είχαν διασωθεί όλοι αυτοί οι χοροί δεν θα υστερούσαμε σε τίποτα από άλλες περιοχές της Ελλάδας που ομολογουμένως έχουν να παρουσιάσουν μεγάλη ποικιλία χορών. Η διαφορά είναι, ότι σ' εκείνες τις περιοχές οι άνθρωποι τους καλλιέργησαν, τους δίδαξαν, τους διαφύλαξαν, όπως διαφύλαξαν με συνέπεια όλη τη λαϊκή τους παράδοση ενώ εμείς(στη Πελοπόννησο) τη λησμονήσαμε......]
Κείμενο: ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΣ ΑΝ. ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ
Από μικρό παιδί, θυμάμαι τον εαυτό μου να τραγουδάει και να χορεύει τα τραγούδια του τόπου μου που τα μάθαινα αρχικά από την μητέρα μου και αργότερα και από το ευρύτερο οικογενειακό μου περιβάλλον. Η οικογένειά μου από την πλευρά της μητέρας μου αλλά και του πατέρα μου, προέρχεται κυρίως από την περιοχή της κεντρικής Αρκαδίας. Οι πρόγονοί μου, όπως και πολλοί Αρκάδες, ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στην Μεσσηνία κατά περιόδους, άλλοι από τα πρώτα χρόνια της απελευθέρωσης και άλλοι στην αρχή ήρθαν σαν ημινομάδες κτηνοτρόφοι σε διάφορα μέρη της Μεσσηνίας και αργότερα σύστησαν μικρούς οικισμούς ή κατοίκησαν σε ήδη υπάρχοντες οικισμούς και χωριά, κοντά σε άλλους συμπατριώτες τους ή μη. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να έχω συγγενείς τόσο ντόπιους όσο και καταγόμενους από αρκετά αρκαδικά χωριά και δίπλα σ’ αυτούς και διάφορους οικογενειακούς φίλους και γνωστούς. Απ’ αυτούς άκουσα τα πρώτα τραγούδια και αργότερα ως μαθητής άρχισα μια υποτυπώδη καταγραφή τους μην γνωρίζοντας το μέγεθος βέβαια της αξίας τους, έχοντας όμως ως έναυσμα την αγάπη μου και μόνο γι’ αυτά τα τραγούδια, τα οποία ως επί το πλείστον ήταν τραγούδια παλαιά, ακριτικά, παραλογές ή ιστορικά και μου τα τραγουδούσαν και τα διηγούνταν σαν παραμύθι. Αργότερα ήρθε μαζί τους κι ο χορός, όχι σαν καταγραφή, αλλά σαν αναπόσπαστο μέρος του τραγουδιού και μαζί με το τραγούδι ήρθαν κι ιστορίες, έθιμα, τρόποι ζωής και ενθυμήσεις που τα συνόδευαν.
Θεωρώ σήμερα ευτυχές το γεγονός ότι πρόλαβα στην ζωή ανθρώπους μεγάλους σε ηλικία, γεννημένους κατά το τελευταίο μισό του 19ου αιώνα, ανθρώπους δηλαδή που πρόλαβαν αυτά τα τραγούδια και τους χορούς......
όταν αυτά αποτελούσαν αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής της τοπικής κοινωνίας. Απ’ αυτούς έμαθα αρκετά πράγματα, γιατί σαν παιδί είχα όπως και σήμερα, έντονο το μεράκι για κάθε τι που είχε σχέση με τα παλιά ήθη και έθιμα. Είναι σίγουρο ότι αρκετά τραγούδια παλαιά έχουν χαθεί και ίσως και χοροί ή και έθιμα που τα συνόδευαν. Ούτε είναι σίγουρο ότι και αυτοί οι χοροί και τα τραγούδια που έμαθα ήταν σίγουρα έτσι ή αν υπήρχαν παραλλαγές τους τοπικές. Το σίγουρο είναι ότι έτσι τα θυμήθηκαν άνθρωποι μεγάλοι σε ηλικία, μακαριστοί από χρόνια οι περισσότεροι σήμερα. Προσπάθησα και πιστεύω κατάφερα σήμερα με τις λίγες γνώσεις που έχω πάνω στο θέμα της παράδοσης, να μεταφέρω «αυθεντικά» όσα έμαθα απ’ αυτούς, σεβόμενες τις μαρτυρίες τους και τα διδάγματά τους.
Πριν αναφερθώ στους χορούς και τα τραγούδια της «Μεσσηνιακής Γης», πρέπει να γνωρίσουμε και τους πληθυσμούς που την κατοίκησαν. Ο ντόπιος, γηγενής πληθυσμός της Μεσσηνίας, αποτελεί ένα μικρό ποσοστό των σημερινών της κατοίκων και βρίσκεται σκορπισμένος σε όλη σχεδόν την Μεσσηνία και κυρίως στις ορεινές περιοχές της και λιγότερο στα πεδινά. Και αυτό διότι κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας οι Έλληνες προτιμούσαν τις ορεινές περιοχές γιατί τις εύφορες πεδιάδες τις εκμεταλλεύονταν οι Τούρκοι. Αλλά και σε αυτές, έχουμε πληθυσμούς μικρούς μεν σε όγκο, αλλά με μεγάλη οικονομική ισχύ και πολιτική επιρροή [Ανδρούσα, Κορώνη, Καλαμάτα, Νησί (Μεσσήνη), Αρκαδιά (Κυπαρισσία) κ.α.]. Οι μεγάλες καταστροφές και σφαγές μετά τα Ορλωφικά στα τέλη του 18ου αιώνα αλλά και αργότερα οι επιδρομές και λεηλασίες του Ιμπραήμ στην Μεσσηνία, ανάγκασε ένα μεγάλο μέρος του ντόπιου πληθυσμού να εκπατριστεί είτε προσωρινά, είτε οριστικά σε άλλες περιοχές του ελληνισμού. Το κενό αυτό που υπήρχε στις περιοχές κυρίως της νότιας και δυτικής Μεσσηνίας, ήρθαν να το καλύψουν έποικοι που προέρχονταν από χωριά της ορεινής κυρίως Αρκαδίας και οι οποίοι από τα πρώτα χρόνια μετά την απελευθέρωση άρχισαν μαζικά να μεταναστεύουν προς την Μεσσηνία, είτε για να εγκατασταθούν μόνιμα σε οργανωμένους οικισμούς, είτε ως ημινομάδες κτηνοτρόφοι που τον χειμώνα διαχείμαζαν στην Μεσσηνία και το καλοκαίρι ανέβαιναν στα ορεινά χωριά τους(ανεβοκατεβάτες). Αυτή η ημινομαδική μετακίνηση συνεχίζονταν σε ορισμένα μέρη μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 1950 περίπου. Άρκαδες εποίκους προερχόμενους και από την περιοχή της Τσακωνιάς, έχουμε μετά την απελευθέρωση λόγω των καταστροφών του Ιμπραήμ στην συγκεκριμένη περιοχή. Επόμενο λοιπόν ήταν ένα μεγάλο μέρος των εθίμων, των τραγουδιών και των χορών να είναι κοινά και στις δύο περιοχές.
Δεν μπορούμε να παραβλέψουμε όμως ότι στην γη της Μεσσηνίας εγκαταστάθηκαν, από την βυζαντινή ακόμη εποχή, πολυπληθείς ομάδες προερχόμενες από την περιοχή της Βορείου Ηπείρου, (Αρβανίτες), που εγκαταστάθηκαν γύρω από τα μεγάλα κάστρα της Μεθώνης και της Κορώνης και στην ορεινή περιοχή της Άνω Μεσσηνίας, στα Σουλιμοχώρια (Ντρέδες). Οι μεν πρώτοι στην πλειοψηφία τους μετανάστευσαν στην Κάτω Ιταλία και Σικελία όταν τα κάστρα της Μεθώνης και της Κορώνης δόθηκαν στους Τούρκους, οι δε δεύτεροι παρέμειναν στα ορεινά χωριά τους και διατήρησαν σε μεγάλο ποσοστό τόσο την παράδοσή τους όσο και την γλώσσα τους μέσα στην κλειστή ως τα τέλη του 19ου αιώνα αρβανίτικης κοινωνίας τους. Ακόμη ομάδες Ηπειρωτών (κυρίως σε οικογενειακό επίπεδο και όχι τόσο σε οργανωμένες ευρύτερες ομάδες) εγκαταστάθηκαν σε διάφορες περιοχές της Μεσσηνίας και κυρίως στην περιοχή του Ταΰγετου λόγω των διωγμών του Αλή-πασά, αλλά και αργότερα μετά την απελευθέρωση.
Ακόμη κατά την βυζαντινή περίοδο, στις πλαγιές του Ταϋγέτου εγκαταστάθηκαν ομάδες Σλάβων του γένους των Μελιγκών, που με τον καιρό εκχριστιανίστηκαν και εξελληνίστηκαν. Στην ίδια περιοχή, κατά την κατάληψη της Κρήτης από τους Τούρκους, ήρθαν και εγκαταστάθηκαν οικογένειες Κρητικών, κυρίως από την περιοχή των Χανίων. Κρητικές οικογένειες εγκαταστάθηκαν σε διάφορες περιόδους και κυρίως κατά την διάρκεια των αποτυχημένων Κρητικών επαναστάσεων, σε αρκετές περιοχές της νότιας Μεσσηνίας (περιφέρεια Μεσσήνης) και κυρίως στην περιοχή της Φοινικούντας (Ταβέρνας). Μάλιστα ο πληθυσμός στην συγκεκριμένη περιοχή ήταν αμιγώς Κρητικός έτσι ώστε τα πρώτα χρόνια της ύπαρξης του Ελληνικού κράτους είχε συσταθεί εκεί ο «Δήμος Νέας Κρήτης».
Όλοι αυτοί οι έποικοι στην Μεσσηνιακή γη, έφεραν μαζί τους και τα ιδιαίτερα ήθη και έθιμά τους και τις παραδόσεις τους, τα οποία αναμείχθηκαν με αυτά των γηγενών κατοίκων και έτσι αποτελούν σήμερα ένα κοινό σύνολο και την ιδιαίτερη παράδοση αυτής της Ελληνικής γωνιάς.
Οι κάτοικοι της Μεσσηνίας παλαιότερα έκαναν μεγάλα πανηγύρια κυρίως τους καλοκαιρινούς μήνες και οι χοροί κρατούσαν συνήθως ένα τριήμερο (προπαραμονή, παραμονή και ανήμερα της μνήμης του/της πανηγυρίζοντος Αγίου/Αγίας). Το Πάσχα πάλι γιορταζόταν παλαιότερα με ιδιαίτερη λαμπρότητα και με πάνδημη συμμετοχή του κόσμου σε γενικό χορό και γλέντι τόσο την Κυριακή το απόγευμα, όσο και τις άλλες δύο επόμενες ημέρες. Γλέντια γίνονταν παλαιότερα και κατά τις διάφορες αγροτικές εργασίες όταν μαζεύονταν στα χτήματα κατά γειτονιές ή σόγια αλλά και όταν έκαναν νυχτέρια στα χτήματα ή στ’ αλώνια, στην διαλογή των καρπών και στην επεξεργασία τους. Αλλά και στις οικογενειακές εκδηλώσεις (ονομαστικές εορτές, γάμους και βαφτίσια) ο χορός είχε κι αυτός ένα σημαντικό μέρος.
Οι χοροί γίνονταν παλαιότερα μόνο με τραγούδια φωνητικά, είτε σε αντιφωνία ανδρών γυναικών, είτε σε αντιφωνία ανάμεσα σε δύο ομάδες χορευτών, είτε σε αντιφωνία μεταξύ ενός σολίστα και της χορευτικής ομάδας. Τα όργανα που χρησιμοποιούσαν ήταν η φλογέρα και το νταούλι, η λύρα παλαιότερα και ο ταμπουράς κυρίως στα παραλιακά μέρη της Ν. Μεσσηνίας και στην Μάνη, αλλά και η ζυγιά ζουρνάς (πίπιζα ή καραμούζα) – νταούλι που έπαιζαν στα μέρη της Νότιας κυρίως Μεσσηνίας οι μόνιμα εγκατεστημένοι από τα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας Αιγυπτιακής καταγωγής (απομεινάρια της στρατιάς του Ιμπραήμ που «αποκλείστηκαν» στην Μεσσηνία μετά την Ναυμαχία του Ναυαρίνου και την Απελευθέρωση) «Γύφτοι» από του Λαίζαγα (Στενωσιά) Πυλίας. Αργότερα, κατά τα τέλη του 19ου αιώνα έκαναν την εμφάνισή τους το κλαρίνο, το βιολί, το λαούτο και το σαντούρι, εκτοπίζοντας βαθμιαία τα παλαιότερα όργανα. Σήμερα μόνο στα χωριά της Αλαγονίας και κυρίως στην Νέδουσα μπορείς να ακούσεις ζυγιά φλογέρας – νταουλιού και μάλιστα είναι ένα από τα λίγα χωριά που ακόμη και σήμερα συνεχίζεται η παράδοση από την νέα γενιά.
Σήμερα ένα μεγάλο μέρος από τα τραγούδια και τους χορούς της Μεσσηνίας, τόσο των ντόπιων κατοίκων, όσο και αυτών που εποίκησαν τον τόπο μετά την απελευθέρωση έχουν ξεχαστεί, πρώτον γιατί έχουν εκλείψει τα γλέντια με την παλαιά τους μορφή και επομένως τα τραγούδια και οι χοροί έχασαν την λειτουργικότητά τους και δεύτερον, γιατί ένα μεγάλο μέρος απ’ αυτά έχουν αργή ρυθμική αγωγή και τα περισσότερα είναι σε διπλό ρυθμό και επομένως «ακατάλληλα» για γλέντι με την σημερινή έννοια. Ορισμένα απ’ αυτά τα τραγούδια επέζησαν και τραγουδιόνται ακόμη σήμερα είτε διότι ήταν πολύ αγαπημένα στους κατοίκους μιας συγκεκριμένης περιοχής, είτε προσαρμόστηκαν ρυθμικά και χορεύονταν σε απλό συρτό ή καλαματιανό χορό, κυρίως αυτά του διπλού ρυθμού (Χορταράκια, Το γιαλό – γιαλό πηγαίνω, Μια κόρη μια γαλαζιανή, Σήμερα γάμος γίνεται κ.α.).
Θεωρώ σήμερα ευτυχές το γεγονός ότι πρόλαβα στην ζωή ανθρώπους μεγάλους σε ηλικία, γεννημένους κατά το τελευταίο μισό του 19ου αιώνα, ανθρώπους δηλαδή που πρόλαβαν αυτά τα τραγούδια και τους χορούς......
όταν αυτά αποτελούσαν αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής της τοπικής κοινωνίας. Απ’ αυτούς έμαθα αρκετά πράγματα, γιατί σαν παιδί είχα όπως και σήμερα, έντονο το μεράκι για κάθε τι που είχε σχέση με τα παλιά ήθη και έθιμα. Είναι σίγουρο ότι αρκετά τραγούδια παλαιά έχουν χαθεί και ίσως και χοροί ή και έθιμα που τα συνόδευαν. Ούτε είναι σίγουρο ότι και αυτοί οι χοροί και τα τραγούδια που έμαθα ήταν σίγουρα έτσι ή αν υπήρχαν παραλλαγές τους τοπικές. Το σίγουρο είναι ότι έτσι τα θυμήθηκαν άνθρωποι μεγάλοι σε ηλικία, μακαριστοί από χρόνια οι περισσότεροι σήμερα. Προσπάθησα και πιστεύω κατάφερα σήμερα με τις λίγες γνώσεις που έχω πάνω στο θέμα της παράδοσης, να μεταφέρω «αυθεντικά» όσα έμαθα απ’ αυτούς, σεβόμενες τις μαρτυρίες τους και τα διδάγματά τους.
Πριν αναφερθώ στους χορούς και τα τραγούδια της «Μεσσηνιακής Γης», πρέπει να γνωρίσουμε και τους πληθυσμούς που την κατοίκησαν. Ο ντόπιος, γηγενής πληθυσμός της Μεσσηνίας, αποτελεί ένα μικρό ποσοστό των σημερινών της κατοίκων και βρίσκεται σκορπισμένος σε όλη σχεδόν την Μεσσηνία και κυρίως στις ορεινές περιοχές της και λιγότερο στα πεδινά. Και αυτό διότι κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας οι Έλληνες προτιμούσαν τις ορεινές περιοχές γιατί τις εύφορες πεδιάδες τις εκμεταλλεύονταν οι Τούρκοι. Αλλά και σε αυτές, έχουμε πληθυσμούς μικρούς μεν σε όγκο, αλλά με μεγάλη οικονομική ισχύ και πολιτική επιρροή [Ανδρούσα, Κορώνη, Καλαμάτα, Νησί (Μεσσήνη), Αρκαδιά (Κυπαρισσία) κ.α.]. Οι μεγάλες καταστροφές και σφαγές μετά τα Ορλωφικά στα τέλη του 18ου αιώνα αλλά και αργότερα οι επιδρομές και λεηλασίες του Ιμπραήμ στην Μεσσηνία, ανάγκασε ένα μεγάλο μέρος του ντόπιου πληθυσμού να εκπατριστεί είτε προσωρινά, είτε οριστικά σε άλλες περιοχές του ελληνισμού. Το κενό αυτό που υπήρχε στις περιοχές κυρίως της νότιας και δυτικής Μεσσηνίας, ήρθαν να το καλύψουν έποικοι που προέρχονταν από χωριά της ορεινής κυρίως Αρκαδίας και οι οποίοι από τα πρώτα χρόνια μετά την απελευθέρωση άρχισαν μαζικά να μεταναστεύουν προς την Μεσσηνία, είτε για να εγκατασταθούν μόνιμα σε οργανωμένους οικισμούς, είτε ως ημινομάδες κτηνοτρόφοι που τον χειμώνα διαχείμαζαν στην Μεσσηνία και το καλοκαίρι ανέβαιναν στα ορεινά χωριά τους(ανεβοκατεβάτες). Αυτή η ημινομαδική μετακίνηση συνεχίζονταν σε ορισμένα μέρη μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 1950 περίπου. Άρκαδες εποίκους προερχόμενους και από την περιοχή της Τσακωνιάς, έχουμε μετά την απελευθέρωση λόγω των καταστροφών του Ιμπραήμ στην συγκεκριμένη περιοχή. Επόμενο λοιπόν ήταν ένα μεγάλο μέρος των εθίμων, των τραγουδιών και των χορών να είναι κοινά και στις δύο περιοχές.
Δεν μπορούμε να παραβλέψουμε όμως ότι στην γη της Μεσσηνίας εγκαταστάθηκαν, από την βυζαντινή ακόμη εποχή, πολυπληθείς ομάδες προερχόμενες από την περιοχή της Βορείου Ηπείρου, (Αρβανίτες), που εγκαταστάθηκαν γύρω από τα μεγάλα κάστρα της Μεθώνης και της Κορώνης και στην ορεινή περιοχή της Άνω Μεσσηνίας, στα Σουλιμοχώρια (Ντρέδες). Οι μεν πρώτοι στην πλειοψηφία τους μετανάστευσαν στην Κάτω Ιταλία και Σικελία όταν τα κάστρα της Μεθώνης και της Κορώνης δόθηκαν στους Τούρκους, οι δε δεύτεροι παρέμειναν στα ορεινά χωριά τους και διατήρησαν σε μεγάλο ποσοστό τόσο την παράδοσή τους όσο και την γλώσσα τους μέσα στην κλειστή ως τα τέλη του 19ου αιώνα αρβανίτικης κοινωνίας τους. Ακόμη ομάδες Ηπειρωτών (κυρίως σε οικογενειακό επίπεδο και όχι τόσο σε οργανωμένες ευρύτερες ομάδες) εγκαταστάθηκαν σε διάφορες περιοχές της Μεσσηνίας και κυρίως στην περιοχή του Ταΰγετου λόγω των διωγμών του Αλή-πασά, αλλά και αργότερα μετά την απελευθέρωση.
Ακόμη κατά την βυζαντινή περίοδο, στις πλαγιές του Ταϋγέτου εγκαταστάθηκαν ομάδες Σλάβων του γένους των Μελιγκών, που με τον καιρό εκχριστιανίστηκαν και εξελληνίστηκαν. Στην ίδια περιοχή, κατά την κατάληψη της Κρήτης από τους Τούρκους, ήρθαν και εγκαταστάθηκαν οικογένειες Κρητικών, κυρίως από την περιοχή των Χανίων. Κρητικές οικογένειες εγκαταστάθηκαν σε διάφορες περιόδους και κυρίως κατά την διάρκεια των αποτυχημένων Κρητικών επαναστάσεων, σε αρκετές περιοχές της νότιας Μεσσηνίας (περιφέρεια Μεσσήνης) και κυρίως στην περιοχή της Φοινικούντας (Ταβέρνας). Μάλιστα ο πληθυσμός στην συγκεκριμένη περιοχή ήταν αμιγώς Κρητικός έτσι ώστε τα πρώτα χρόνια της ύπαρξης του Ελληνικού κράτους είχε συσταθεί εκεί ο «Δήμος Νέας Κρήτης».
Όλοι αυτοί οι έποικοι στην Μεσσηνιακή γη, έφεραν μαζί τους και τα ιδιαίτερα ήθη και έθιμά τους και τις παραδόσεις τους, τα οποία αναμείχθηκαν με αυτά των γηγενών κατοίκων και έτσι αποτελούν σήμερα ένα κοινό σύνολο και την ιδιαίτερη παράδοση αυτής της Ελληνικής γωνιάς.
Οι κάτοικοι της Μεσσηνίας παλαιότερα έκαναν μεγάλα πανηγύρια κυρίως τους καλοκαιρινούς μήνες και οι χοροί κρατούσαν συνήθως ένα τριήμερο (προπαραμονή, παραμονή και ανήμερα της μνήμης του/της πανηγυρίζοντος Αγίου/Αγίας). Το Πάσχα πάλι γιορταζόταν παλαιότερα με ιδιαίτερη λαμπρότητα και με πάνδημη συμμετοχή του κόσμου σε γενικό χορό και γλέντι τόσο την Κυριακή το απόγευμα, όσο και τις άλλες δύο επόμενες ημέρες. Γλέντια γίνονταν παλαιότερα και κατά τις διάφορες αγροτικές εργασίες όταν μαζεύονταν στα χτήματα κατά γειτονιές ή σόγια αλλά και όταν έκαναν νυχτέρια στα χτήματα ή στ’ αλώνια, στην διαλογή των καρπών και στην επεξεργασία τους. Αλλά και στις οικογενειακές εκδηλώσεις (ονομαστικές εορτές, γάμους και βαφτίσια) ο χορός είχε κι αυτός ένα σημαντικό μέρος.
Οι χοροί γίνονταν παλαιότερα μόνο με τραγούδια φωνητικά, είτε σε αντιφωνία ανδρών γυναικών, είτε σε αντιφωνία ανάμεσα σε δύο ομάδες χορευτών, είτε σε αντιφωνία μεταξύ ενός σολίστα και της χορευτικής ομάδας. Τα όργανα που χρησιμοποιούσαν ήταν η φλογέρα και το νταούλι, η λύρα παλαιότερα και ο ταμπουράς κυρίως στα παραλιακά μέρη της Ν. Μεσσηνίας και στην Μάνη, αλλά και η ζυγιά ζουρνάς (πίπιζα ή καραμούζα) – νταούλι που έπαιζαν στα μέρη της Νότιας κυρίως Μεσσηνίας οι μόνιμα εγκατεστημένοι από τα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας Αιγυπτιακής καταγωγής (απομεινάρια της στρατιάς του Ιμπραήμ που «αποκλείστηκαν» στην Μεσσηνία μετά την Ναυμαχία του Ναυαρίνου και την Απελευθέρωση) «Γύφτοι» από του Λαίζαγα (Στενωσιά) Πυλίας. Αργότερα, κατά τα τέλη του 19ου αιώνα έκαναν την εμφάνισή τους το κλαρίνο, το βιολί, το λαούτο και το σαντούρι, εκτοπίζοντας βαθμιαία τα παλαιότερα όργανα. Σήμερα μόνο στα χωριά της Αλαγονίας και κυρίως στην Νέδουσα μπορείς να ακούσεις ζυγιά φλογέρας – νταουλιού και μάλιστα είναι ένα από τα λίγα χωριά που ακόμη και σήμερα συνεχίζεται η παράδοση από την νέα γενιά.
Σήμερα ένα μεγάλο μέρος από τα τραγούδια και τους χορούς της Μεσσηνίας, τόσο των ντόπιων κατοίκων, όσο και αυτών που εποίκησαν τον τόπο μετά την απελευθέρωση έχουν ξεχαστεί, πρώτον γιατί έχουν εκλείψει τα γλέντια με την παλαιά τους μορφή και επομένως τα τραγούδια και οι χοροί έχασαν την λειτουργικότητά τους και δεύτερον, γιατί ένα μεγάλο μέρος απ’ αυτά έχουν αργή ρυθμική αγωγή και τα περισσότερα είναι σε διπλό ρυθμό και επομένως «ακατάλληλα» για γλέντι με την σημερινή έννοια. Ορισμένα απ’ αυτά τα τραγούδια επέζησαν και τραγουδιόνται ακόμη σήμερα είτε διότι ήταν πολύ αγαπημένα στους κατοίκους μιας συγκεκριμένης περιοχής, είτε προσαρμόστηκαν ρυθμικά και χορεύονταν σε απλό συρτό ή καλαματιανό χορό, κυρίως αυτά του διπλού ρυθμού (Χορταράκια, Το γιαλό – γιαλό πηγαίνω, Μια κόρη μια γαλαζιανή, Σήμερα γάμος γίνεται κ.α.).
ΜΕΣΣΗΝΙΑΚΟΙ ΧΟΡΟΙ
1. ΚΑΛΑΜΑΤΙΑΝΟ (ή ΜΟΝΟ): τα σε ρυθμό 7/8 τραγούδια χορεύονταν συνήθως στο βηματισμό που έχει καθιερωθεί σήμερα να ονομάζεται Καλαματιανό, δηλαδή και με τα δύο τα σταυρώματα εμπρός στο τελείωμα της μουσικής φράσης. Παλαιότερα δεν γινόταν διαχωρισμός στα τραγούδια, απλά όλα ονομάζονταν συρτά. Σήμερα ονομάζεται κατεξοχήν «Καλαματιανό» το γνωστό γαμήλιο μανιάτικο τραγούδι: «Μαντήλι Καλαματιανό». Το τραγούδι αυτό χορευόταν παλαιότερα στο τέλος του γαμήλιου γλεντιού όταν η νύφη έβγαινε στο χορό για να δωρίσει στους παραβρισκόμενους στενούς συγγενείς και καλεσμένους τα δώρα της που ήταν συνήθως μαντήλια μεταξωτά, οι φημισμένες σε όλη την Ελλάδα «Μεσσήνες» ή «Καλαμάτες».
2. ΣΥΡΤΟ: τα τραγούδια σε ρυθμό 2/4. Χορεύονταν με το ένα σταύρωμα εμπρός και το άλλο πίσω στο τελείωμα της μουσικής φράσης ή σπανιότερα και με τα δύο σταυρώματα πίσω.
3. ΤΣΑΚΙΣΤΟ ΣΥΡΤΟ: τα σε γρήγορη ρυθμική αγωγή συρτά χορεύονταν τσακιστά, δηλαδή με μικρά τσακίσματα, συγκαθίσματα.
4. ΤΣΑΜΙΚΟ: χορεύεται στην κλασσική μορφή του πελοποννησιακού τσάμικου με τα δέκα βήματα (έξι μπροστά και τέσσερα πίσω). Παλαιότερα χορευόταν και με δώδεκα βήματα (οκτώ μπροστά και τέσσερα πίσω) από κατοίκους προερχόμενους από χωριά της Κεντρικής Αρκαδίας. Από τα πιο αγαπημένα τραγούδια ήταν η «Παπαλάμπραινα», ιστορικό τραγούδι που αναφέρεται στο πάτημα από κλέφτες του σπιτιού του παπα-Λάμπρου Ζέρβα στο χωριό Ρωμύρι Πυλίας, γεγονός που έγινε στα μεταεπαναστατικά χρόνια όταν η ληστοκρατία είχε βρει πρόσφορο έδαφος σε αρκετές περιοχές του τότε Ελληνικού κράτους. Άλλο τραγούδι ήταν το «Στης Αρκαδιάς τον πλάτανο», ιστορικό τραγούδι που αναφέρεται στην ιστορία της Ελένης Χαμέρη από την Αρκαδιά , την σημερινή Κυπαρισσία. Σύμφωνα με την τοπική παράδοση, ο πασάς της Αρκαδιάς αγάπησε την Ελένη, αλλά αυτή δεν ανταποκρίθηκε στον έρωτά του κι αυτός την θανάτωσε με φρικτά βασανιστήρια στα μπουντρούμια του κάστρου. Άλλα διαδεδομένα τραγούδια ήταν: η «Διαμάντω», ο «Γιουσούφ Αράπης», ο «Κώστας», τα «Διάσελα» και ο «Μαντάς ή Βλαχοθανάσω».
5. ΔΙΠΛΟ: συρτός που οι μουσικές φράσεις του τραγουδιού που τον συνόδευε ολοκληρωνόταν με διπλά σταυρώματα στο τελείωμά τους είτε και τα τέσσερα σταυρώματα μπροστά είτε και τα τέσσερα πίσω. (Περιοχή νότιας Μάνης και Πεταλιδίου). Από τα πιο γνωστά τραγούδια ήταν το «Πάνω σε τρίκορφο βουνό», «Απ’ την Πόλη κατεβαίνω» και η «Αργειτοπούλα».
6. ΜΟΝΟΔΙΠΛΟΣ: συρτός που το τραγούδι που τον συνόδευε είχε άνισες μεταξύ τους μουσικές φράσεις. Η μία φράση χορευόταν σε Μονό (Καλαματιανό) και η άλλη σε Διπλό, (περιοχή νότιας Μάνης και Πεταλιδίου). Τραγούδια που χορεύονταν με αυτόν τον τρόπο ήταν το αποκριάτικο: «Μια παπαδιά στον αργαλειό», όπως και τα τραγούδια των κοινών διασκεδάσεων: «Σαν τούτη νύχτα κι άλλη μια», «Πολλές νυχτιές περπάτησα» και το «Εσείς πουλιά του κάμπου».
7. Ο ΓΟΥΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ (ΑΡΓΟΣ ΠΑΣΧΑΛΙΑΤΙΚΟΣ): Χορευόταν στην Μεσσήνη από τους ντόπιους κατοίκους στους χορούς πριν από την Δεύτερη Ανάσταση (Αγάπη). Ήταν ο πρώτος χορός που άνοιγε τον κύκλο και χορεύονταν με πρώτους τους άνδρες και τις γυναίκες να ακολουθούν. Στους άνδρες προηγούνταν οι ιερείς, ακολουθούσαν οι κοινοτικοί άρχοντες και οι υπόλοιποι είτε κατά γειτονιές, είτε κατά ηλικία. Το πρώτο μέρος είναι αργό, ρυθμικό περπάτημα και το δεύτερο συρτό στα τρία. Τα χέρια είναι πιασμένα κάτω. Χορευόταν επίσης παραλλαγή του ίδιου χορού με παρεμφερείς στίχους από κατοίκους της Μεσσήνης προερχόμενους από το χωριό Γαρζενίκο της Αρκαδίας με το δεύτερο μέρος σε συρτό αντί σε συρτό στα τρία.
8. ΣΗΜΕΡΑ ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ: πασχαλινό συρτό τραγούδι που χορευόταν σε όλη σχεδόν την Μεσσηνία. Στην περιοχή της Μεσσηνιακής Μάνης και σε ορισμένα χωριά της κεντρικής Μεσσηνίας ήταν το πρώτο τραγούδι των πασχαλιάτικων χορών μετά την Δεύτερη Ανάσταση (Αγάπη ή Αποκερασιά) και την τελετή του «αλληλοσυχωρέματος» που ακολουθούσε. Οι χορευτές βρίσκονται σε δύο ομόκεντρους κύκλους, εσωτερικά οι γυναίκες και εξωτερικά οι άνδρες πιασμένοι κατά σειρά ηλικίας. Στην κεφαλή των δύο ημιχορίων πιάνονταν είτε ο ιερέας, είτε ένας σεβάσμιος γέροντας που απολάμβανε τον σεβασμό όλης της κοινότητας. Ο επικεφαλής του χορού κρατούσε ένα μεγάλο μαντήλι από το κέντρο του ενώ τις δύο άκρες του κρατούσαν οι πρώτοι των ημιχορίων, έτσι ώστε η κοινότητα όλη να αποτελεί μια ισότιμη ομάδα. Τον χορό αυτό (όπως και τον προηγούμενο), τον χόρευαν όλοι οι παρευρισκόμενοι στην τελετή του «αλληλοσυχωρέματος», εκτός αν είχαν πρόσφατο πένθος. Σε ορισμένα χωριά δεν χόρευαν σε διπλό κύκλο αλλά προηγούνταν οι άνδρες και ακολουθούσαν οι γυναίκες, πιασμένοι συνήθως κατά σειρά ηλικίας.
9. Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΙ Ο ΔΡΑΚΟΣ (ΔΙΠΛΟ: ΣΒΑΡΝΙΣΤΟ ΚΑΙ ΣΟΥΡΤΟ): διπλός σε βηματισμό χορός (πιθανότατα Πασχαλιάτικος), με καταγωγή από το Αρκουδόρεμα της Αρκαδίας. Τα χέρια είναι πιασμένα αγκαζέ και το πρώτο μέρος χορεύεται με πλαγιαστά, σχεδόν σβαρνιστά βήματα ενώ το δεύτερο σε συρτό στα τρία. Το τραγούδι ανήκει στον κύκλο των Παραλογών. Άλλο τραγούδι που χορευόταν με τον ίδιο βηματισμό ήταν: «Ο κυρ-βοριάς παράγγειλε»
10. ΤΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΤΗΣ ΒΡΥΣΗΣ Τ’ ΑΓΙΑΝΝΙΟΥ (ΚΟΝΤΟΠΑΤΗΤΟ): παραλλαγή του συρτού από την Μεσσήνη. Χορευόταν από τους γηγενείς κατοίκους με αγκαζέ πιάσιμο στους πασχαλινούς χορούς, με μικρά βήματα, σχεδόν σημειωτόν (κοντοπατητά), ίσως λόγω του ότι στο κορύφωμα των χορών που γίνονταν μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα περίπου στο λάι (αλώνι) του Αγιάννη, ο περιορισμένος χώρος δεν επαρκούσε για την πλήρη ανάπτυξη του κύκλου.
11. ΧΙΛΙΑ ‘ΚΑΤΟ ΑΡΧΟΝΤΟΠΟΥΛΑ (ΔΙΠΛΟ: ΣΤΑ ΤΡΙΑ – ΚΟΝΤΟΠΑΤΗΤΟ): διπλός σε βηματισμό πασχαλινός χορός από τους ντόπιους κατοίκους της Μεσσήνης. Το τραγούδι είναι του κύκλου των Παραλογών και μάλιστα της τελευταίας βυζαντινής περιόδου εφόσον αναφέρεται σε «’ξήντα Σταυροφόρους». Η περιοχή της Μεσσηνίας από το 1206 έως το 1410 περίπου ήταν υπό Φράγκικη κυριαρχία. Πρώτοι Φράγκοι ηγεμόνες ήταν οι Γάλλοι Βιλλαρδουϊνοι που έδρευαν στην Καλαμάτα και στη «χώρα του Νησίου» είχαν μετατρέψει σε εξοχική κατοικία – κάστρο τον πύργο των παλαιών βυζαντινών Μελλισινών αρχόντων (Μελισσόπυργο), γεγονός που καταγράφεται και στο «Βιβλίο της Κουγιέστας».
12. ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ Π’ ΑΓΑΠΗΣΕ ΤΟ ΓΙΟ – Ν’ ΕΣΕΙΣ ΠΟΥΛΙΑ ΤΟΥ ΜΑΗ (ΣΥΡΤΟ ΠΑΛΛΑΪΚΟ: Τ’ ΑΜΠΡΟΣ ΚΑΙ ΠΙΣΩ): παλαιό συρτό με εννέα βήματα μπροστά και εννέα πίσω που χορευόταν από κατοίκους της Μεσσήνης καταγόμενους από τον οικισμό Ζαγκλακά της περιφέρειας Ίσσαρη Αρκαδίας. Τα τραγούδια που συνοδεύουν αυτό το χορό είναι του ανοιξιάτικου κύκλου (του Πάσχα ή της Πρωτομαγιάς) και ο βηματισμός ολοκληρώνεται σε κάθε μουσική φράση του τραγουδιού. Σύμφωνα με μια πληροφορία, χορεύονταν μόνο από γυναίκες. Το πρώτο τραγούδι ανήκε στον εθιμικό κύκλο του Πάσχα όπου τραγούδια σαν αυτό είχαν την ανάλογη θέση, εφόσον μέσα από το πασχαλινό χοροστάσι και τα τραγούδια «διδάσκονταν» η τοπική και εθνική ιστορία, αλλά κυρίως η ηθική τάξη και οι κανόνες που κρατούσαν την συνοχή και επέτρεπαν την συνέχιση της ύπαρξης της κοινότητας. Το δεύτερο αποτελεί τοπική παραλλαγή του πανελληνίως γνωστού τραγουδιού της ξενιτιάς.
13. ΤΟ ΧΤΙΣΙΜΟ ΤΗΣ ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑΣ - ΓΙΑΝΝΑΚΗ ΚΑΤΣΕ ΦΡΟΝΙΜΑ (ΣΥΡΤΟ ΣΤΑ ΤΡΙΑ): υπήρχαν παλαιότερα πολλά τραγούδια που χορεύονταν σε συρτό στα τρία, κυρίως του Πασχαλιάτικου κύκλου, τόσο των ντόπιων κατοίκων της Μεσσηνίας , αλλά και αυτών που προέρχονται από πολλές περιοχές της Αρκαδίας. Όλα τα συρτά στα τρία χορεύονταν με το πρώτο σταύρωμα εμπρός και το δεύτερο στο πλάι.
14. Τ’ ΑΓΙΟ-ΘΟΔΩΡΟΥ ΤΟ ΒΟΥΝΟ (ΣΥΡΤΟ ΣΤΑ ΤΡΙΑ ΣΤΑΥΡΩΤΟ): άλλη μια παραλλαγή του συρτού στα τρία καταγραμμένη στην Μεσσήνη από κατοίκους προερχόμενους από τον οικισμό Ζαγκλακά της περιφέρειας Ίσσαρη Αρκαδίας.
15. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ – ΣΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ ΤΟΝ ΑΜΜΟ (ΣΤΑΥΡΩΤΟΣ ΖΩΝΑΡΙΑΤ’ΚΟΣ): παλαιός συρτός με πιάσιμο από τα ζωνάρια από την Μεσσήνη, Μικρομάνη και το Μαυρομάτι Παμίσου με δύο μέρη, το πρώτο σε συρτό στα τρία και το δεύτερο με μέσα – έξω βηματισμό. Χορεύονταν μόνο στους χορούς του Πάσχα, αλλά και τα τραγουδούσαν ως τραγούδια του τραπεζιού. Σύμφωνα με την παράδοση, το πρώτο τραγούδι αναφέρεται σε αρνησίθρησκο Έλληνα που πήρε το αξίωμα του μπέη και καταδυνάστευε τους κατοίκους της περιοχής μην κάνοντας διάκριση σε χριστιανούς και μουσουλμάνους. Τον σκότωσε ο αδερφός του Παναγιώτης (κατ’ άλλη πληροφορία Παναγιώτης ονομαζόταν ο μπέης), μετά από απόφαση της οικογένειας και με την συνεργασία της γυναίκας του για να ξεπλύνουν την ντροπή που επέφερε πάνω τους αυτό το γεγονός. Το δεύτερο αποτελεί τοπική παραλλαγή του γνωστού σε όλη την Ελλάδα τραγουδιού του ήρωα Γιαννάκη που τον σκότωσαν οι Τούρκοι. Εδώ πρέπει να αναφερθεί, ότι κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας στην Μεσσήνη (τότε Νησί), δεν υπήρχαν εγκατεστημένοι Τούρκοι, λόγω ότι το τότε πόλισμα ήταν παντελώς ανοχύρωτο. Η τουρκική φρουρά είχε οχυρωθεί στο κάστρο της Ανδρούσας και στο Νησί υπήρχε μόνο ο τοπικός αγάς με 2-3 φρουρούς. Έτσι οι ντόπιοι κάτοικοι στα μεγάλα γλέντια του Πάσχα κυρίως είχαν μια σχετική ελευθερία ως προς τα θέματα των τραγουδιών τους που μιλούσαν για τις περασμένες δόξες του Βυζαντίου αλλά και εξυμνούσαν τοπικούς ή και εθνικούς αγωνιστές όπως ο Γιαννάκης του παραπάνω τραγουδιού.
16. ΑΠΟΨΕ ΠΙΝΕΙ ΑΦΕΝΤΗΣ ΜΟΥ – ΑΠ’ ΤΗ ΧΩΡΑ ΚΑΤΕΒΑΙΝΩ (ΑΝΑΣΗΚΩΤΟΣ): χορός στα τρία με πιάσιμο από τους ώμους στο πρώτο του μέρος περπατητό και στο δεύτερο πηδηχτό. Προέρχεται κυρίως από την περιοχή της Τσακωνιάς και χορεύτηκε στην κάτω Μεσσηνία από Τσάκωνες που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή μετά την καταστροφή που προκάλεσαν οι ορδές του Ιμπραήμ στα χωριά της καταγωγής τους στην προέλασή τους προς το κέντρο του Μοριά και στην προσπάθεια κατάπνιξης της επανάστασης. Ο χορός ονομαζόταν «ανασηκωτός» επειδή τα πόδια στα σταυρώματα δεν ακουμπούν στο έδαφος αλλά βρίσκονται σε άρση, ανασηκώνονται ή και «ανασκουμπωτός» κατά άλλη εκδοχή γιατί για να τον χορέψουν οι γυναίκες ανασκούμπωναν τα μακριά τους φουστάνια.
17. ΔΙΠΛΟ ΧΟΡΟ ΧΟΡΕΥΟΥΜΕ (ΔΙΠΛΟΣ ΣΤΑΥΡΩΤΟΣ): χορεύονταν στην περιοχή της Πυλίας, (οικισμό Άγιου Κωνσταντίνου Ξεριά, βλάχικα σπίτια Μίσκα, Καμπάσι, Μηνάγια, Καντιλισκέρι κ.α.) οι κάτοικοι των οποίων προέρχονται από ομάδες «ανεβοκατεβατών» της περιοχής του Σινάνου (Μεγαλόπολης) και την περιοχή Φαλάνθου (Λυκόχια, Ράδου, Βάγκου, Χρυσοβίτσι, Αρκουδόρεμα κ.α.) δηλαδή ημινομάδες κτηνοτρόφους που μέχρι το 1960 περίπου, ανεβοκατέβαιναν από την Μεσσηνία στην Αρκαδία. Οι χορευτές πιάνονταν σε δύο σειρές και η πίσω σειρά έφερνε τα χέρια της πάνω από την μπροστινή ώστε να αποτελέσουν μία κοινή ομάδα. Ο βηματισμός είναι του συρτού στα τρία και σε κάθε ένα ολοκληρωμένο στίχο του τραγουδιού η ομάδα που βρισκόταν απ’ έξω στον κύκλο σήκωνε τα χέρια της και ή ομάδα χωριζόταν σε δύο ημιχόρια και ο κύκλος εναλλάξ άνοιγε και έκλεινε. Άλλα τραγούδια που χορεύονταν μ’ αυτόν τον τρόπο ήταν τα: «Σηκώθηκα μια χαραυγή», «Μια κόρη ν’ αρματώθηκε», «Μάνα με δώδεκα παιδιά» κ.α.
18. ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΑ (ΣΥΡΤΟ ΣΤΑ ΤΡΙΑ – ΤΣΑΜΙΚΟ): διπλός σε ρυθμό χορός από την περιφέρεια Σαμπάζικα Μεσσηνίας και Μπαρμπίτσα Αρκαδίας. Το τραγούδι αναφέρετε στον πρωτοκλέφτη του Μοριά, Ζαχαριά Μπαρμπιτσιώτη και στην διαμάχη του με την οικογένεια του παλαιού κλέφτη της περιοχής του Ταϋγέτου Νικολάου Παλαιού και των δυο γιων του Παναγιώτη (Λύκου) και Αντώνη που ήταν γνωστοί ως Νικολόπουλα. Ο Ζαχαριάς που κυνηγούσε τις όμορφες γυναίκες έκλεψε την κόρη του Παλαιού την οποία και παντρεύτηκε. Αυτό το γεγονός το κατέγραψε η λαϊκή μούσα μέσα απ’ αυτό το τραγούδι.
19. ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΗΣ ΩΡΙΑΣ (ΣΥΡΤΟ ΣΤΑ ΤΡΙΑ – ΣΥΡΤΟ): διπλός σε χορευτικό βηματισμό χορός πάλι από τα Σαμπαζοχώρια. Τοπική παραλλαγή του τραγουδιού και του χορού που αναφέρετε στο πάρσιμο του θρυλικού «κάστρου της Ωριάς», που η τοπική παράδοση το ταυτίζει με το ιστορικό κάστρο του Γαρδικιού και το οποίο βρίσκεται σε απρόσιτο ορεινό σημείο, κοντά στα σημερινά σύνορα Αρκαδίας – Μεσσηνίας. Η άλωση του κάστρου του Γαρδικιού και η ανηλεής σφαγή των κατοίκων του από τους Τούρκους έγινε στις αρχές του 17ου αιώνα (1610 περίπου). Το ίδιο τραγούδι χορευόταν από κατοίκους προερχόμενους από την περιοχή των αρκαδικών χωριών Καμάρα, Τουρκολέκα, Δυράχι, Νιοχώρι και Άκοβος (πρόκειται πάλι για Σαμπαζοχώρια), εγκατεστημένους σε χωριά και οικισμούς κοντά στην Καλαμάτα (Κατσίκοβο, Λέικα, Ακοβίτικα) σε λίγο πιο γρήγορο ρυθμό, κατά μια εκδοχή με πιάσιμο από τους ώμους, με επιτόπου βήματα είτε μέσα-έξω, είτε αριστερά-δεξιά στο συρτό του μέρος και το δεύτερο μέρος σε τσακιστό συρτό και κατά δεύτερη εκδοχή με πιάσιμο σταυρωτό αλλά με τον ίδιο παραπάνω βηματισμό και τον ονόμαζαν «σταυρωτό».
20. ΧΟΡΤΑΡΑΚΙΑ – ΤΑΓΚΑΛΗΣ (ΣΥΡΤΟ – ΤΣΑΜΙΚΟ): διπλοί σε ρυθμό χοροί που χορεύονταν σε αρκετές περιοχές της Μεσσηνίας τόσο από τους ντόπιους όσο και από τους Άρκαδες (κυρίως από τα χωριά Χρυσοβίτσι, Αρκουδόρεμα, Ράδου, Βάγκου και Ρούτσι) εποίκους. Υπάρχουν και μικροπαραλλαγές των τραγουδιών στους στίχους (του πρώτου υπάρχει αποκριάτικη από την Νέδουσα Αλαγονίας και της αγάπης από την Μεσσήνη και τον Άρι και του δεύτερου δυο παραλλαγές από την περιοχή της Κυπαρισσίας και τα Σουλιμοχώρια).
21. ΤΟ ΓΙΑΛΟ – ΓΙΑΛΟ ΠΑΓΑΙΝΩ (ΔΙΠΛΟΣ ΣΤΑΥΡΩΤΟΣ: ΣΥΡΤΟ – ΤΣΑΜΙΚΟ): διπλός σε ρυθμό χορός από κατοίκους της Μεσσήνης καταγόμενους από το χωριό Γαρζενίκο Αρκαδίας. Σύμφωνα με μια πληροφορία τον είχαν μάθει από τους κατοίκους του γειτονικού χωριού Πυργάκι που έκαναν χειμαδιά στον κάμπο του Άργους. Το τσάμικο χορεύεται με οκτώ βήματα εμπρός και οκτώ πίσω.
22. Ο ΚΑΜΠΟΣ ΕΠΡΑΣΙΝΗΣΕ (ΣΤΑΥΡΩΤΟ ΤΣΑΜΙΚΟ): Τα παραπάνω βήματα σε γυναικείο τσάμικο χορό, χορεύονταν παλαιότερα και σε χωριά της Άνω Μεσσηνίας (Σουλιμοχώρια) με κατοίκους Αρβανίτικης καταγωγής (Ντρέδες). Πιθανόν να πρόκειται για χορό παλαιό αρβανίτικο, αν υπολογίσουμε ότι και στον κάμπο του Άργους όπου έκαναν χειμαδιά οι Πυργακιώτες υπάρχουν αρκετά αρβανιτοχώρια. Άλλα τραγούδια που χορεύονταν σε σταυρωτό τσάμικο είναι τα: «Σήκω Διαμάντω μ’ να πας για ξύλα», «Τρισεύγενη», «Παπαδοπούλα θέριζε» κ.α.
23. ΣΠΑΣΤΟ: συρτός χορός που χορεύονταν κυρίως την περίοδο των Απόκρεω και προέρχεται από την ευρύτερη περιοχή Φαλάνθου Αρκαδίας. Μετά την απελευθέρωση και την ανεξαρτησία του 1830, αρκετοί κάτοικοι των ορεινών αρκαδικών χωριών, κατέβηκαν και εγκαταστάθηκαν σε αρκετές περιοχές κυρίως της νότιας και της δυτικής Μεσσηνίας, μεταφέροντας μαζί τους τα ήθη και τα έθιμά τους, τους χορούς και τα τραγούδια τους στις νέες τους εστίες. Γνωστά τραγούδια του χορού είναι τα: «Μια κόρη μια γαλαζιανή», «Στης Ντρομπολιτσας τον κάμπο», «Γυναίκες που χορεύετε» και «Από πάνω απ’ το βουνό».
24. ΤΟΥ ΠΑΠΑ ΜΑΣ ΤΟ ΓΑΪΔΟΥΡΙ: διπλό συρτό, το πρώτο μέρος αργό με βήματα επιτόπου μέσα – έξω και το δεύτερο γρήγορο πηδηχτό (τσακιστό) συρτό. Η προέλευσή του είναι από τα Σαμπαζοχώρια.
25. ΟΛΟΙ ΠΑΝΤΡΕΥΤΗΚΑΝΕ - Ο ΓΙΑΝΝΗΣ Ο ΠΡΑΜΑΤΕΥΤΗΣ (ΣΥΡΤΟ ΣΤΑ ΤΡΙΑ ΜΑΖΩΧΤΟ): παραλλαγή του συρτού στα τρία με αγκαζέ πιάσιμο από την περιοχή Σαμπάζικα (περιφέρεια στα σύνορα Μεσσηνίας – Αρκαδίας ανάμεσα στα χωριά Πολιανή, Δυράχι, Νιοχώρι). Χορευόταν και σε χωριά της περιοχής Πυλίας από κατοίκους προερχόμενους από την περιφέρεια Σινάνου (Μεγαλόπολης).
26. ΣΥΡΤΟ ΣΤΑ ΤΡΙΑ ΑΠΟΚΡΙΑΤΙΚΟ (ΧΑΣΑΠΙΑ): χορευόταν κυρίως τις Απόκριες αλλά και σε κοινές διασκεδάσεις όταν το κέφι έφτανε στα ύψη. Το πιάσιμο είναι από τους ώμους και ο βηματισμός είναι είτε του συρτού στα τρία και με τα δύο σταυρώματα εμπρός είτε αυτός του συρτού χασάπικου. Τα τραγούδια που τον συνοδεύουν είναι πολλά και τα συναντάμε σε όλη την Μεσσηνία. Πιο γνωστά είναι τα: «Απάνω που ‘βαλα πανί» (περιοχή Αλαγονίας), «Γανωτζής» (Ν.Δ. Πυλία), «Κοκάλα» (Β. Μεσσηνία -Σουλιμοχώρια), «Πέντε ποντικοί και δεκοχτώ νυφίτσες», «Κάτω στο γιαλό» κ.α.
27. ΟΙ ΚΑΛΕΣ ΜΟΥ ΟΙ ΣΥΝΝΥΦΑΔΕΣ (ΚΟΥΝΙΧΤΟ): αποκριάτικο συρτό από την περιοχή της Ν.Α. Πυλίας με πιθανή καταγωγή από τα χωριά της ορεινής Αρκαδίας. Ο βηματισμός του είναι του συρτού στα τρία με κινήσεις των χεριών μπρος – πίσω και με ελαφριά κλίση του σώματος στα σταυρώματα.
28. ΓΙΩΡΓΗ ΣΑ ΘΕΣ ΝΑ ΠΑΝΤΡΕΥΤΕΙΣ - ΝΑ ‘ΧΑ ΝΕΡΑΤΖΙ ΝΑ ‘ΡΙΧΝΑ (ΣΥΡΤΟ ΔΙΠΛΟ: ΜΑΖΩΧΤΟ – ΑΜΟΛΥΤΟ): διπλός σε ρυθμό συρτός χορός που στο αργό του μέρος οι χορευτές βρίσκονται πιασμένοι αγκαζέ από τις παλάμες και στο γρήγορο ο κύκλος ανοίγει και οι χορευτές αραιώνουν με τα χέρια πιασμένα επάνω για να πιαστούν πάλι αγκαζέ στον επόμενο στίχο και πάλι να αραιώσουν μέχρι το τέλος του τραγουδιού. Χορευόταν από κατοίκους της Μεσσηνίας (περιοχές Ν.Δ. Πυλίας και κεντρικής Μεσσηνίας) καταγόμενους από χωριά της περιφέρειας Βυτίνας. Το πρώτο είναι αποκριάτικο τραγούδι από το Χαλβάτσου (Κεφαλόβρυσο) και το δεύτερο από την Γριβιτσά (Ευαγγελισμό).
29. ΠΩΣ ΤΟ ΤΡΙΒΟΥΝ ΤΟ ΠΙΠΕΡΙ: Αποκριάτικο συρτό στα τρία με διάφορες κινήσεις του σώματος στους ανάλογους στίχους, με πιάσιμο από του ώμους ή από τις παλάμες. Χορεύονταν από παρέες ανδρών εκτός από την περίοδο των Απόκρεω και σε γαμήλια γλέντια, κατά τις προχωρημένες ώρες, όταν είχαν φτάσει σε μεγάλο κέφι μετά και από την ανάλογη «κρασοκατάνυξη», περιμένοντας το σεντόνι του γάμου με το «σημάδι» της αγνότητας της νύφης.
30. ΤΑ ΚΟΥΚΙΑ: Μιμικός ανδρικός χορός με ανάλογες κινήσεις των χεριών και του σώματος, σύμφωνα με τα λόγια του τραγουδιού. Χορεύονταν παλαιότερα σε αρκετά μεσσηνιακά χωριά, τόσο από γηγενείς όσο και από τους Άρκαδες εποίκους, με μικροπαραλλαγές στην μελωδία και τους στίχους του τραγουδιού. Ο βηματισμός είναι συνηθέστερα αυτός του συρτού στα τρία, αλλά ΄και του αργού συρτού σε ορισμένες περιπτώσεις.
31. ΤΩΡΑ ‘Ν’ Ο ΜΑΗΣ ΚΙ Η ΔΡΟΣΙΑ – ΓΕΝΗΚΑΝ ΤΑ ΓΕΝΝΗΜΑΤΑ (ΣΥΡΤΟΣ ΜΑΖΩΧΤΟΣ): παραλλαγή του συρτού χορού όπως χορευόταν σε αρκετά μέρη της Μεσσηνίας με κατοίκους προερχόμενους από την κεντρική Αρκαδία (ανεβοκατεβάτες). Οι άνδρες προηγούνται συνήθως στον κύκλο των γυναικών και το πιάσιμο ήταν αγκαζέ.
32. ΜΕΡΜΗΓΚΑΣ: χορός καταγόμενος από τα χωριά των περιφερειών Στεμνίτσας και Λαγκαδίων Αρκαδίας που χορεύονταν κυρίως από νέους μέσα ή γύρω από τον ληνό που πατούσαν τα σταφύλια.
33. ΣΗΜΕΡΑ ΓΑΜΟΣ ΓΙΝΕΤΑΙ: αργό περπατητό συρτό με οκτώ βήματα που χορεύονταν στο τέλος του γαμήλιου γλεντιού όταν η νύφη χάριζε στους καλεσμένους τα δώρα της. Χορευόταν σε χωριά γύρω από την Ιθώμη και στην περιοχή της Β. Πυλίας. Μάλλον πρόκειται για χορό με αρκαδική προέλευση.
Κείμενο: ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΣ ΑΝ. ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου