Εικόνες της φύσης

Εικόνες της φύσης
Σέρβου Γορτυνίας-Στη κορυφή Φραντζινέτα, Αύγουστος 2023

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

Κυριακή 17 Ιουνίου 2012

Στη Λυσσαρέα Γορτυνίας προβολή του έργου ΕΝΙΑΙΟΣ του Gregory J. Markopoulos



Υπό την αιγίδα του Δήμου Γορτυνίας θα πραγματοποιηθεί κοντά στο χωριό Λυσσαρέα, το τόπο καταγωγής του πρωτοπόρου κινηματογραφιστή Γκρέγκορυ Μαρκόπουλος, παγκόσμια πρώτη προβολή των ενοτήτων VI, VII, VIII  του έργου ΕΝΙΑΙΟΣ κατά το τριήμερο 29, 30 Ιουνίου και 1η Ιουλίου 2012.  Η μεταφορά των ξένων επισκεπτών από την Αθήνα στη Λυσσαρέα θα γίνει με τη χορηγία του ΚΤΕΛ ΑΡΚΑΔΙΑΣ
Οι εκδηλώσεις έχουν την ονομασία ΤΕΜΕΝΟΣ 2012
Ως Τέμενος, ορίζεται  αρχαιοελληνικά, ο τόπος λατρείας δηλαδή ένα τμήμα γης, κυρίως άλσος,  με ναό ή  βωμό, αφιερωμένο σε θεότητα ή ήρωα. Έτσι όρισε και ο ελληνοαμερικανός κινηματογραφιστής τη τοποθεσία "Φούσια" όπου πραγματοποιούνται οι προβολές κάθε 4 χρόνια από το 2004.
Μεγάλο διεθνές ενδιαφέρον έχει προκληθεί και συνεχίζει να προκαλεί το έργο του. Το ΤΕΜΕΝΟΣ έχει εξελιχθεί σε μία διεθνή συνάντηση γιά κινηματογραφιστές αλλά και καλλιτέχνες, επιμελητές, κριτικούς, σπουδαστές της ιστορίας του κινηματογράφου και γενικότερα πολιτιστικών σπουδών, όπως το Πανεπιστήμιο Πρίνστον, USA, Kingston,UK, θεωριτικούς από την TATE Modern,UK, The Kitchen,USA, αλλά και από Μόσχα, Πράγα, Παρίσι, Μαδρίτη.
Πολλοί από τους επισκέπτες έρχονται στην Πελοποννησο πρίν από τις ημερομηνίες του φεστιβάλ και αναχωρούν μέρες μετά την λήξη, προκειμένου να επισκεφθούν και να γνωρίσουν την ευρύτερη περιοχή και τις Αρχαιότητες.
Εχουν ήδη γίνει κρατήσεις σε δωμάτια στα Λουτρά Ηραίας, το Ράφτη, το Ψάρι και άλλα
μεταξύ 27/6-1/7, γιά τους επισκέπτες.

Δείτε το βίντεο του Robert Beavers, επικεφαλής της ομάδας των διοργανωτών .




Δείτε    εδώ  το άρθρο του  Γιάννη Ζουμπουλάκη στο ΒΗΜΑ σχετικά με το φεστιβάλ.





Ακολουθεί το ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ των διοργανωτών της ΤΕΜΕΝΟΣ 2012

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ           
Αθήνα, 11/06/12

►Παγκόσμια πρώτη προβολή των ενοτήτων VI-VIII του κορυφαίου έργου ΕΝΙΑΙΟΣ του Gregory J. Markopoulos στη Λυσσαρέα της Αρκαδίας από τις 29 Ιουνίου μέχρι την 1η Ιουλίου 2012.






ΤΕΜΕΝΟΣ 2012
Η παγκόσμια πρώτη προβολή των ενοτήτων VI, VII, VIII του έργου ΕΝΙΑΙΟΣ του ελληνικής καταγωγής αμερικανού πρωτοπόρου κινηματογραφιστή Gregory J. Markopoulos (1928-1992) θα πραγματοποιηθεί και φέτος στην τοποθεσία Τέμενος, κοντά στη Λυσσαρέα της Αρκαδίας, το τριήμερο 29, 30 Ιουνίου και 1η Ιουλίου 2012, σε συνέχεια της πρεμιέρας των ενοτήτων I-V, που πραγματοποιήθηκαν στην ίδια τοποθεσία το 2004 και 2008.
Συνέντευξη τύπου για το Τέμενος 2012 θα πραγματοποιηθεί στο Free thinking zone (Σκουφά 64 & Γριβαίων, www.freetinkingzone.gr) την Τρίτη 19 Ιουνίου στις 13.00.

ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΕΣ ΔΙΟΡΓΑΝΩΣΕΙΣ: ΤΕΜΕΝΟΣ 2004 & 2008
Οι κύκλοι I-V του ΕΝΙΑΙΟΣ παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά στην ίδια τοποθεσία τον Ιούνιο του 2004 & 2008 μπροστά σ’ ένα ενθουσιασμένο και συγκινημένο κοινό που παρακολούθησε με δέος τις προβολές, αποτελούμενο από κινηματογραφιστές, ακαδημαϊκούς, καλλιτέχνες τόσο από το εξωτερικό, όσο κι από την Ελλάδα, αλλά και τους κατοίκους της ευρύτερης περιοχής και τοπικούς παράγοντες, χωρίς τη συνδρομή των οποίων η υλοποίηση του εγχειρήματος αυτού θα ήταν αδύνατη.
Η παρουσία του ενθουσιώδους κοινού, που ταξίδεψε από την Ευρώπη, τη Β. Αμερική και την υπόλοιπη Ελλάδα για να έρθει σε επαφή με το έργο Gregory J. Markopoulos, στο χώρο που αποτέλεσε πηγή έμπνευσης και εκπλήρωσης του κινηματογραφικού του οράματος, και παρακολούθησε με δέος το τριήμερο των προβολών, επιβεβαιώνει την μοναδικότητα του εγχειρήματος αυτού.

Μπορείτε να διαβάσετε άρθρα-ανταποκρίσεις που δημοσιεύθηκαν σχετικά με το ΤΕΜΕΝΟΣ 2004 & 2008 στα  παρακάτω έντυπα σε μορφή αρχείου pdf, επιλέγοντας την ιστοσελίδα: http://www.the-temenos.org/gm_articles.htm

ΤΕΜΕΝΟΣ 2012: Πρακτικές πληροφορίες



Πρόγραμμα

Οι προβολές του ΕΝΙΑΙΟΣ την Παρασκευή 29/06, το Σάββατο 30/06 και την Κυριακή 01/07 ξεκινούν με τη δύση του ηλίου γύρω στις 21.45  και συνεχίζονται κάτω από τον νυχτερινό ουρανό και την πορεία των αστερισμών στο στερέωμα περίπου μέχρι τη μία το πρωί. Γίνονται σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο στο ύπαιθρο, το Τέμενος, κοντά στο χωριό της Λυσσαρέας. Η μετακίνηση μεταξύ του χώρου προβολής στη Λυσσαρέα και του χώρου διαμονής στα Λουτρά Ηραίας πραγματοποιείται με ειδικά ναυλωμένα λεωφορεία, τα οποία ξεκινούν περίπου στις 19:30.
Την Πέμπτη 28 Ιουνίου στις 21:00, παραμονή της έναρξης των προβολών, στην κεντρική πλατεία της Λυσσαρέας θα προσφερθεί γεύμα για το καλωσόρισμα.

Διαμονή

Η Λυσσαρέα ανήκει στο δήμο Γορτυνίας στην Αρκαδία, αναπτυσσόμενη τα τελευταία χρόνια περιοχή. Ωστόσο ο αριθμός καταλυμάτων είναι περιορισμένος, και ως εκ τούτου οι κρατήσεις για τον περιορισμένο αριθμό ενοικιαζόμενων δωματίων στα γειτονικά χωριά Λουτρά Ηραίας (18 χιλιόμετρα από τη Λυσσαρέα), Ράφτη (12 χιλιόμετρα από τη Λυσσαρέα) και Ψάρι (12 χιλιόμετρα από τη Λυσσαρέα) πρέπει να γίνουν εκ των προτέρων. Τα περισσότερα δωμάτια είναι δίκλινα, δυστυχώς λόγω του περιορισμένου αριθμού καταλυμάτων δεν υπάρχει η δυνατότητα για μονόκλινα. Η τιμή κατ’ άτομο σε δίκλινο δωμάτιο στα Λουτρά Ηραίας είναι 12 ευρώ. Παρακαλούμε πολύ όπως ενημερώσετε το νωρίτερο δυνατό για τη συμμετοχή σας καθώς ο διαθέσιμος αριθμός κρεβατιών είναι ήδη πολύ περιορισμένος στο mail@the-temenos.org στα αγγλικά (κατά προτίμηση) ή τα ελληνικά. Θα λάβετε μια τελική προσφορά ανάλογα με τον τρόπο διαμονής που σας ενδιαφέρει.
Σε περίπτωση που ο διαθέσιμος αριθμός καταλυμάτων συμπληρωθεί μπορείτε να αναζητήσετε δωμάτια στη Δημητσάνα (25 χιλιόμετρα από Λυσσαρέα), ή τη Στεμνίτσα (34 χιλιόμετρα από Λυσσαρέα).

Κοντά στο σημείο προβολών στη Λυσσαρέα θα είναι διαθέσιμος χώρος κατασκήνωσης, όπου θα υπάρχει νερό και φυσικά διαμορφωμένες τουαλέτες.

Πως να φθάσετε

ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ: Το ταξίδι με αυτοκίνητο από την Τρίπολη στη Λυσσαρέα διαρκεί περίπου 2 ώρες. Επικοινωνήστε με το mail@the-temenos.org για να σας στείλουμε τις σχετικές για τη διαδρομή οδηγίες.

ΝΑΥΛΩΜΕΝΑ ΛΕΩΦΟΡΕΙΑ: Ναυλωμένα λεωφορεία θα αναχωρήσουν προς Λουτρά Ηραίας την Πέμπτη 28 Ιουνίου και την Παρασκευή 29 Ιουνίου στις 13. 30. Σύντομα θα ανακοινωθεί η αφετηρία.
Ως προς την επιστροφή, τη Δευτέρα 2 Ιουλίου θα αναχωρήσει από τα Λουτρά Ηραίας ναυλωμένο λεωφορείο με προορισμό την Αθήνα στις 9.00 το πρωί.
Η μεταφορά με τα ναυλωμένα λεωφορεία είναι δωρεάν, και ο αριθμός των θέσεων επίσης περιορισμένος. Παρακαλούμε πολύ κρατήστε άμεσα θέση στο mail@the-temenos.org

ΚΤΕΛ ΑΡΚΑΔΙΑΣ: Σε περίπτωση που δεν σας βολεύουν τα ναυλωμένα λεωφορεία τα δρομολόγια των ΚΤΕΛ έχουν ως εξής:
09:30 Αθήνα (Σταθμός Κηφισού) --> 15:00 Λουτρά Ηραίας
16:00 Αθήνα (Σταθμός Κηφισού) --> 21:30 Λουτρά Ηραίας

Κρατήσεις για τον περιορισμένο αριθμό δωματίων και θέσεων στα λεωφορεία, μπορούν να γίνουν το αργότερο μέχρι τις 22 Ιουνίου.

Περισσότερες πρακτικές πληροφορίες για την εκδήλωση μπορείτε να αναζητήσετε στο http://www.facebook.com/TheTemenos

ΤΕΜΕΝΟΣ: Το όραμα του Gregory J. Markopoulos

Η προσωπική καλλιτεχνική πορεία του Markopoulos, τον οδηγεί μακριά από τις ΗΠΑ (αποσύρει τις ταινίες του από τη διανομή και τις αμερικανικές ταινιοθήκες, με την επιθυμία να αποσχιστεί επίσης από το κίνημα του Νέου Αμερικανικού Κινηματογράφου), και το 1980 τον φέρνει στην Πελοπόννησο, όπου μαζί με τον κινηματογραφιστή Robert Beavers, αποφασίζουν να προβάλουν έκτοτε τις ταινίες τους στο ύπαιθρο, στην ειδυλλιακή Λυσσαρέα, τόπο καταγωγής του πατέρα του.
Στο πρότυπο του κινηματογραφιστή ως συνολικού δημιουργού της διαδικασίας ολοκλήρωσης μίας ταινίας και των συνθηκών προβολής της, ο Μαρκόπουλος οδηγείται σ' αυτό που ο ίδιος οραματίζεται ως μια νέα μορφή παρουσίασής του κινηματογραφικού του έργου, το Τέμενος, σε πλήρη αρμονία με την καθαρότητα του βλέμματος που αναζητά για τη θέαση του έργου του ΕΝΙΑΙΟΣ. Ο τρόπος προβολής καθορίζεται από τον ίδιο τον κινηματογραφιστή, σ' αυτό που ο ίδιος ορίζει ως Τέμενος, κατά τον αρχαιοελληνικό όρο που αναφέρεται στην παράδοση του Ασκληπιού και σημαίνει " αποκεχωρισμένο τεμάχιο γης" ή "τμήμα γης, κυρίως άλσος,  με ναό ή  βωμό, αφιερωμένο σε θεότητα ή ήρωα" .
Η ιδέα του για το Τέμενος γεννιέται από την ανάγκη του να δημιουργήσει ένα μόνιμο απομονωμένο χώρο προβολής απόλυτα εναρμονισμένο με την κινηματογραφική εικόνα, έτσι που να επενεργεί σαν φιλοσοφική και ψυχολογική αποκάλυψη. Γεννιέται επίσης και από την επιθυμία και τη θέλησή του να προσφέρει μια βαθιά προσωπική κινηματογραφική εμπειρία στους θεατές του ΕΝΙΑΙΟΣ, ένα συναίσθημα πληρότητας με το όραμα της ιδανικής εναρμόνισης τοπίου και κινηματογραφικού έργου.
Ο Μαρκόπουλος επιθυμούσε τη δημιουργία μίας βαθιά προσωπικής και ανταποδοτικής κινηματογραφικής εμπειρίας για τους θεατές του. Επέλεξε την τοποθεσία κοντά στη Λυσσαραία, γενέτειρα του πατέρα του, λόγω της φυσικής της ομορφιάς, και οραματίστηκε το Τέμενος ως χώρο προβολής μοναδικά εναρμονισμένο με την ταινία, ως ένα εργαλείο φιλοσοφικής και ψυχολογικής αποκάλυψης.
Το ταξίδι των θεατών στο Τέμενος προσβλέπει στο ακόμη πιο εκπληκτικό ταξίδι το οποίο λαμβάνει χώρα κατά την κινηματογραφική προβολή στη διάρκεια τριών βραδιών. Ο γαλήνιος ρυθμός και η σταδιακή εξέλιξη της ταινίας επιτρέπουν στους θεατές ν’ αφουγκραστούν τα δικά τους συναισθήματα καθώς συνδιαλέγονται με τις έντονες και φευγαλέες εικόνες του σκηνοθέτη.
Πρόκειται για κάτι που ο Μαρκόπουλος όρισε ως «χώρο διαίσθησης».
Κάθε προβολή ξεκινά με τη δύση του ηλίου και διαρκεί για περίπου τρεις ώρες, κατά τη διάρκεια της οποίας γίνεται αντιληπτή κάθε αλλαγή στον ουράνιο θόλο.
Η είσοδος είναι ελεύθερη.
Κάθε κινηματογραφική ενότητα αποτελεί αυτόνομο τμήμα του ΕΝΙΑΙΟΣ : δεν είναι απαραίτητο να έχει δει κανείς τις προηγούμενες ώστε να εκτιμήσει την ισχύ των ενοτήτων VI, VII και VIII.
Μέσα από την ιδέα του Τέμενος, ο Gregory J. Markopoulos προσεγγίζει και εξασφαλίζει ένα όραμα ελευθερίας πέρα από κάθε κινηματογραφικό περιορισμό και επεκτείνει τις καινοτόμες φιλμικές τεχνικές του προγενέστερου έργου του.

Ο Robert Beavers, συνεργάτης και σύντροφος του Gregory Markopoulos, αλλά και κληρονόμος του έργου του, αναβιώνει μέσα από το Τέμενος 2012, 2008 και Τέμενος 2004, τις εκδηλώσεις που οραματίστηκε και πραγματοποίησε μαζί με τον Markopoulos στη Λυσσαρέα από το 1980 ώς το 1986,  οι οποίες συνιστούν τομή στον τρόπο παρουσίασης του κινηματογραφικού έργου. Οι προβολές του ΕΝΙΑΙΟΣ στην τοποθεσία Τέμενος θα συνεχιστούν στο μέλλον κατά διαστήματα, καθ’ όσον η διαδικασία αποκατάστασης και εκτύπωσης της ταινίας θα είναι σε εξέλιξη.

Στο βιβλίο Βουστροφηδόν που κυκλοφόρησε το 2004 από τις εκδόσεις Άγρα (μετάφραση: Νατάσσα Χασιώτη), ο Markopoulos αναπτύσσει αναλυτικά το όραμα του για το Τέμενος, και διατυπώνει τη θεωρία του για τον κινηματογράφο.

ΕΝΙΑΙΟΣ: η ύστατη και καταληκτική δημιουργία του Gregory J. Markopoulos
«Προτείνω μια αφηγηματική μορφή που να προκύπτει από τη σύμμειξη της κλασικής τεχνικής του μοντάζ με ένα πιο αφηρημένο σύστημα. Αυτό το σύστημα προϋποθέτει τη χρήση μικρών φιλμικών φράσεων που ανακαλούν σκέψεις-εικόνες. Κάθε φιλμική φράση συντίθεται από ορισμένα επίλεκτα καρέ παρόμοια με τα αρμονικά μέρη μιας μουσικής σύνθεσης και οι φράσεις δημιουργούν μεταγενέστερες φράσεις μεταξύ τους». Gregory J. Markopoulos

Η συμβολή του Gregory J. Markopoulos στην κινηματογραφική φόρμα ξεκινά τη δεκαετία του '40, αναπτύσσεται τις επόμενες δεκαετίες και κορυφώνεται με το έργο του ΕΝΙΑΙΟΣ, στο οποίο αφιερώνεται την τελευταία δεκαετία της ζωής του. Πρόκειται για ένα επικό έργο, συνολικής διάρκειας 80 ωρών που απαρτίζεται από 100 φιλμ, και διαρθρώνεται σε 22 ενότητες, που διαρκούν από 3 έως 5 ώρες ο καθένας, υπό τον τίτλο ΕΝΙΑΙΟΣ. Κάθε κύκλος του ΕΝΙΑΙΟΣ αποτελεί μια επιλογή και σύνθεση ενοτήτων εικόνων, με συνάφεια μεταξύ τους, τόσο από το πρώιμο όσο και το ύστερο έργο του, διαπερνώντας 5 δεκαετίες κινηματογραφικής δημιουργίας. Πρόκειται για μια μνημειώδη αναδιαμόρφωση του συνολικού κινηματογραφικού του έργου, που περιλαμβάνει ξαναμονταρισμένες βερσιόν των περισσότερο γνωστών 16 ταινιών του, ξεκινώντας από το Psyche (1947) και φθάνοντας έως το Sorrows (1969), μαζί με σπάνιο ανέκδοτο υλικό (περίπου 65 ταινίες) από τις δεκαετίες του ’70 και το ’80, το οποίο προβάλλεται για πρώτη φορά, ενσωματωμένο στο έργο αυτό. Κάθε ενότητα, αποτελώντας αυτόνομο τμήμα του συνολικού έργου, δεν προϋποθέτει  τη θέαση των προηγούμενων.
Ενδιαφέρον έχει να σημειώσουμε πως στους κύκλους VI-VIII του ΕΝΙΑΙΟΣ που θα προβληθούν φέτος στο Τέμενος, περιλαμβάνονται 5 ταινίες που έχουν γυριστεί στην Ελλάδα: τα κινηματογραφικά πορτραίτα των Οδυσσέα Ελύτη και Διαμαντή Διαμαντόπουλου, μια ταινία για το ατελιέ του Διαμαντόπουλου στην  Αργυρούπολη, μια ταινία που κινηματογράφησε ο Μαρκόπουλος στη Θεσσαλονίκη και τα Αμπελάκια κι άλλη μία στην  Ολυμπία.
Συνολικά στον ΕΝΙΑΙΟ περιλαμβάνονται τουλάχιστον 19 ταινίες που ο Μαρκόπουλος έχει γυρίσει στην Ελλάδα είτε πρόκειται για πορτραίτα είτε για ταινίες που αναφέρονται σε ιερές τοποθεσίες.
Σύμφωνα με τα λόγια του δημιουργού πρόκειται για μια "αποκρυστάλλωση του Χρόνου, μια αποκρυστάλλωση μέσα στο Χρόνο''. Οι σημαντικές καινοτομίες του, όπως το μοντάζ με βάση την ελάχιστη μονάδα φιλμ, δηλαδή το "μεμονωμένο" καρέ, στη βάση της ταινίας ως διαδοχής μεμονωμένων καρέ που δεν περιλαμβάνει κίνηση, η συγχρονική αφήγηση παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος και η ιδιότυπα προσωπική χρήση του χρώματος, συγκλίνουν σ' ένα νέο είδος εικονοποιίας συναισθημάτων στο έργο του ΕΝΙΑΙΟΣ. Ο ήχος τον οποίο ο Markopoulos επεξεργάζεται πάντα ξεχωριστά από την εικόνα στα κινηματογραφικά του έργα, απαλείφεται τελείως στον ΕΝΙΑΙΟ.
Το μοντάζ ολοκληρώνεται ένα χρόνο πριν το θάνατό του, με αποτέλεσμα ο Markopoulos να μη δει ποτέ τη δημιουργία του ολοκληρωμένη, καθώς δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να τυπώσει τα φιλμ. Εδώ και χρόνια, βρίσκεται σε εξέλιξη, με πρωτοβουλία του ιδρύματος Temenos στη Ζυρίχη, η προσπάθεια αποκατάστασης και εκτύπωσης του συνολικού έργου, με την προοπτική της συστηματικής παρουσίασής του, κατά την επιθυμία του ίδιου του δημιουργού, στην τοποθεσία Τέμενος κοντά στη Λυσσαρέα της Αρκαδίας, τόπο καταγωγής του πατέρα του.

GREGORY J. MARKOPOULOS: Βιογραφικό σημείωμα
Το κινηματογραφικό έργο του Gregory J. Markopoulos έγινε ευρύτερα γνωστό στο κοινό μέσω της προβολής του από σημαντικά πολιτιστικά ιδρύματα, μουσεία και κινηματογραφικά φεστιβάλ, μεταξύ των οποίων τα: Whitney Museum of American Art (New York), Istanbul Biennial, Cinémathèque Ontario, International Rotterdam Film Festival, New York Film Festival, Auditorium du Louvre (Paris), La Casa Encendidas-ARCO (Madrid), Arsenal (Berlin), National Film Theatre (London), Centre Georges Pompidou (Paris), Dokumenta (Kassel).

Γεννημένος Gregorios John Markopoulos (Γρηγόριος Ιωάννης Μαρκόπουλος) στις 12 Μαρτίου, 1928 στο  Toledo του Ohio στις ΗΠΑ (πεθαίνει στις 12 Νοεμβρίου, 1992 στο Frieburg της Γερμανίας), ήταν γιος Ελλήνων μεταναστών από την Πελοπόννησο και μιλούσε μόνο ελληνικά μέχρι την ηλικία των έξι χρόνων. Οι αρχαίοι μύθοι και η ορθόδοξη πνευματικότητα της παράδοσης αυτής θα αποτελέσουν θεμελιώδη μήτρα για το υπόλοιπο της ζωής του. Η επακόλουθη απομόνωση και η εκρίζωση που σίγουρα βιώνει, όντας ομοφυλόφιλος και γιος αλλοδαπών στην πελώρια ενδοχώρα της Αμερικής θα είναι εξίσου σημαντικές για την αισθητική του εξέλιξη, με αποτέλεσμα να αντιλαμβάνεται τον κόσμο ως «στοίβα αποσπασμάτων» και να διαισθάνεται τη ζωή ως μία «διηνεκή εξορία». Μετά την πρώτη του ταινία σε 8mm, σε ηλικία δώδεκα χρόνων, αναλογίζεται το ενδεχόμενο μιας ιατρικής εκπαίδευσης, με προτίμηση στη χειρουργική, καταλήγοντας ωστόσο να στέλνει αιτήσεις σε πολλές κινηματογραφικές σχολές, ακόμα και στη Ρωσία. Τελικά γράφεται στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνια, στο Λος Άντζελες, ακριβώς στα τέλη του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου. Εκεί, παρακολουθεί τις διαλέξεις του Josef von Sternberg και παρίσταται ως φοιτητής-παρατηρητής σε κινηματογραφικές παραγωγές σκηνοθετημένες από μετανάστες όπως ο Lang, ο Hitchcock, ο Curtiz και ο Korda. Εκείνη την εποχή, γνωρίζει επίσης το μελλοντικό σκηνοθέτη επιστημονικής φαντασίας Curtis Harrington, με τον οποίο μοιράζεται το ενδιαφέρον για τη χρήση εξωτικών χρωμάτων και την υπναγωγική λογοτεχνία των «καταραμένων ποιητών». Ήταν γοητευμένος από την ιδέα της συναισθησίας, τη σύγχυση και επικοινωνία ανάμεσα σε εντυπώσεις διαφορετικών αισθήσεων που είχαν απασχολήσει πολλούς ρομαντικούς καλλιτέχνες, μεταξύ των οποίων ο Wagner, ο Rimbaud και ο Scriabin.
Το 1947 ολοκληρώνει την πρώτη σημαντική έγχρωμη ταινία του Psyche, εμπνευσμένη από ένα ημιτελές διήγημα του Pierre Louÿs γύρω από τον λεσβιακό έρωτα. Αυτή μαζί με τις δύο ταινίες που κινηματογραφεί επιστρέφοντας στο Toledo, μετά από τρία μόνο εξάμηνα στο USC, αποτελούν τη λεγόμενη τριλογία του Du Sang, de la volupté, et de la mort, έναν βαθύ, πλατωνικό/ ρομαντικό διαλογισμό πάνω στη φύση της τέχνης, του συναισθήματος και του αινίγματος της ομοφυλοφιλίας. Την περίοδο αυτή έχει αναμφίβολα την επώδυνη γνώση πως η φιλόδοξη ευαισθησία του θα μπορούσε να αποκλειστεί εντελώς από την εμπορική σκηνή λόγω των δικών του υψηλών πολιτιστικών προτύπων και του αδιατύπωτου φράγματος της «gay μαύρης λίστας». Τρέφεται ωστόσο από τους avant-garde κύκλους της Καλιφόρνια, όπου η Maya Deren, ο Sidney Peterson, και ο  Kenneth Anger ευδοκιμούν μέσα στη νεό-μπαρόκ μεταπολεμική ατμόσφαιρα της Αμερικής, που είναι δεκτική στο σουρεαλισμό και τη ψυχανάλυση.
Η ημίωρη και ημιτελής, βωβή ταινία του Markopoulos The Dead Ones γυρίζεται με απαρχαιωμένο ασπρόμαυρο νιτρικό στοκ της Kodak λόγω των ιδιαιτέρων πεπαλαιωμένων, ονειρικών εφέ του, και αφιερώνεται στο σύγχρονο γάλλο μάστορα των μύθων Jean Cocteau. Σε μία ορφική αναζήτηση για απολύτρωση, ο Μαρκόπουλος υφίσταται, όπως οι ποιητικοί ήρωες του Cocteau, ένα συμβολικό «θάνατο μέσα στον καθρέφτη» μέσω του κινηματογραφικού κατόπτρου.
Το 1950, αφού γυρίζει το ονειρικό Rain Black, My Love (που αργότερα ξαναμοντάρεται και μετονομάζεται Swain), το οποίο βασίζεται σε ένα πρώιμο διήγημα του Nathaniel Hawthorne, και προοιωνίζει τη μετέπειτα τεχνική του στο μοντάζ, μπαρκάρει για το πρώτο από τα πολλά του ταξίδια στην Ευρώπη, όπου και θα εγκατασταθεί τελικά. Στη Γαλλία, γνωρίζει και παρατηρεί τον Marcel Carné επί το έργον. Επιστρέφοντας στις Ηνωμένες Πολιτείες, βρίσκει διανομή για τις ταινίες του, υποχρεωμένος ωστόσο να περικόψει το Swain. Αυτή η «ανάγκη» να αποκόπτει και να αναθεωρεί περίτεχνα κινηματογραφικά εγχειρήματα έμελλε να αποτελέσει ένα αποθαρρυντικό εμπόδιο στο έπος του, και λειτούργησε ως δίκοπο μαχαίρι, οδηγώντάς τον σε απρόβλεπτα επίπεδα δημιουργικής συμπίεσης και εφεύρεσης, αναγκασμένος να καταδικάσει αναρίθμητες στιγμές σπουδαίας ομορφιάς στη λήθη. Στα μέσα της δεκαετίας του ’50 έχοντας πλέον ολοκληρώσει τρεις ακόμη ταινίες μικρού μήκους, παρουσιάζει μία έκθεση με αφηρημένους πίνακές του στο Toledo,  προτού φύγει, απτόητος, για την Ελλάδα, όπου θα δουλέψει περισσότερο από έξι χρόνια προκειμένου να πραγματοποιήσει τα σχέδιά του για μία πολύγλωσση ταινία μεγάλου μήκους σε 35mm γύρω από την εμπειρία των ελλήνων μεταναστών.
Με τον τίτλο Serenity (Γαλήνη), η ταινία βασίζεται σε ένα μυθιστόρημα του Ηλία Βενέζη, το οποίο απεικονίζει τις συνέπειες της Ελληνοτουρκικής σύγκρουσης του 1920-21. Περιστρεφόμενη γύρω από τη συμβολική εικόνα ενός ροδόκηπου, η ταινία εκτυλίσσεται κυρίως μέσα στις αναμνήσεις του χαρακτήρα της πρωταγωνίστριας, συζύγου ενός ιδεαλιστή νεαρού φυσικού, εξόριστου μέσα στη μεταπολεμική διασπορά. Το έγχρωμο γύρισμα ξεκινά τελικά το 1958, υπό δύσκολες συνθήκες (μερικές σκηνές μπόρεσαν να γυριστούν μόνο με μία λήψη), με διαλόγους ηχογραφημένους στα Αγγλικά, τα Ελληνικά, τα Γερμανικά και τα Ρώσικα. Μία πρώτη βερσιόν μοντάρεται ύστερα στη Ρώμη. Θα ακολουθήσει μία φρικτή διαμάχη με τους παραγωγούς της ταινίας, η οποία θα κρατήσει περισσότερο από δύο χρόνια, εξαντλώντας και αποθαρρύνοντας τον κινηματογραφιστή. Παράλληλα συνεχίζει να δουλεύει πάνω σε σενάρια, τρία από τα οποία θα αποτελέσουν τη βάση για τα σπουδαιότερα έργα της δεκαετίας του ’60. Μία «κουτσουρεμένη» βερσιόν του Serenity κάνει τελικά πρεμιέρα στο Spoleto το 1961 και μία μεγαλύτερη βερσιόν προβάλλεται τρεις φορές στις Ηνωμένες Πολιτείες πριν εξαφανιστεί εντελώς, παραχωρημένη ως ενέχυρο από το σκηνοθέτη έναντι της πληρωμής του. Έκτοτε αναζητείται.
Την εποχή εκείνη ξεκινά να δουλεύει πάνω στο Twice a Man (1963), αναμφίβολα το αριστούργημά του. Μία προσωπική κατεργασία του μύθου των Φαίδρας/ Ιππολύτου/ Ασκληπιού, αναδιαμορφώνει τα ενδιαφέροντα του για το ψυχόδραμα, τη μνήμη, το συμβολικό χρώμα και το έντονο μοντάζ. Η σύγχρονη αναπαράσταση της ιστορίας βασίζεται στη βυρωνική μελαγχολία του Απολλώνιου ημίθεου Ασκληπιού, του «καλλιτέχνη-φυσικού» (υποκατάστατο του ίδιου του κινηματογραφιστή) που διακατέχεται από εμμονή με την εικόνα του καταραμένου πρίγκιπα Ιππολύτου, τον οποίον πρέπει να συνεφέρει με διαταγή της Θεάς Άρτεμης. Γυρισμένη σε 16mm, με δύο βοηθούς, δανεισμένες κάμερες, και τους τότε άσημους Olympia Dukakis και Paul Kilb στους βασικούς ρόλους, η ταινία θα αποτελέσει πρότυπο δημιουργικής οικονομίας.
Εμψυχωμένος από την απήχηση του Twice a Man (θα κερδίσει το βραβείο Lambert στο Βέλγιο το 1963), ο Μαρκόπουλος ξεκινά μία ακόμη πιο φιλόδοξη, συνοπτική κατεργασία του μύθου του Προμηθέα, με τίτλο The Illiac Passion. Θα μοχθήσει για το εγχείρημα αυτό πάνω από τρία χρόνια (1964-67).
Επιλέγοντας μία πλειάδα καλλιτεχνών-performers από την αστραφτερή σκηνή της Νέας Υόρκης εκείνης της εποχής, σχεδόν πραγματοποιεί μία θεαματική, τρίωρη βερσιόν τριπλού φορμάτ και ομόκεντρης εικόνας που θα ξεπεράσει σε πλούτο και πολυπλοκότητα οτιδήποτε είχε επιχειρήσει στο παρελθόν. Και πάλι όμως, οι οικονομικοί και χρονικοί περιορισμοί τον αναγκάζουν να αναθεωρήσει το έργο τελευταία στιγμή, το οποίο μοντάρεται για την πρεμιέρα του σε μία σωζόμενη βερσιόν 90 λεπτών στα 16mm.
Εκείνη την εποχή, ο Μαρκόπουλοs δίνει διαλέξεις και αρθρογραφεί για το περιοδικό του Jonas Mekas Film Culture, εκδίδοντας τόσο κριτικές ταινιών, όσο και θεωρητικά άρθρα. Αρχίζει να ενδιαφέρεται για τις πολλαπλές οθόνες και την προβολή σε διαφορετικές ταχύτητες, που αργότερα θα πυροδοτούσαν το κίνημα του «διευρυμένου κινηματογράφου (expanded cinema)».
Στις αρχές του 1966, αμέσως μετά το θάνατο της μητέρας του, ο Μαρκόπουλος αρχίζει να χρησιμοποιεί μία ευφυή και ριζικά οικονομική μέθοδο κατασκευής μικρότερων ταινιών κάνοντας μοντάζ μέσα στην κινηματογραφική μηχανή. 
Ένα μοναδικό ρολό μαγνητοταινίας μετακινείται πέρα-δώθε μέσα στο μηχανισμό της κινηματογραφικής μηχανής, ενώ προσεκτικά επιλεγμένα αποσπάσματα από καρέ εκτίθενται, μερικές φορές μόνα τους, μερικές φορές τοποθετημένα το ένα πάνω στο άλλο ή με fade-in και out, σε ακριβείς θέσεις, προκαθορισμένες από τον κινηματογραφιστή. Έτσι, ένα νέο είδος του κινηματογραφικού του έργου γεννιέται: το «πορτρέτο». Τα αντικείμενα αυτών των πορτρέτων είναι είτε πρόσωπα, είτε τοποθεσίες/ φυσικοί χώροι, ανάλογα με την περιοχή στην οποία η κάμερα και ο νους μπορούν να βρεθούν σε μία συγκεκριμένη περίσταση. Γυρίζει το πρώτο του πορτρέτο, Ming Green, στο διαμέρισμά του στη Νέα Υόρκη κατά τη διάρκεια του πένθους του. Ένα δυνατό συναισθηματικό έργο, χρησιμοποιεί μόνο το φως και το χρώμα που αναδύονται από το εσώκλειστο περιβάλλον και κάποια επιλεγμένα αντικείμενα του μικρού, κομψά διακοσμημένου διαμερίσματός του. Φέρνει στο νου, χωρίς την παρουσία ούτε ενός «ζωντανού» πλάσματος, την πραγματικότητα μίας ζωής ή περισσοτέρων, που περνούν αλλά είναι παρούσες, επίμονα, σαν μία ευωδία, αντηχώντας με συνεχή προσμονή. Ο Μαρκόπουλος αρχίζει να χρησιμοποιεί την τεχνική όλο και περισσότερο, κάνοντας πολυάριθμα πορτρέτα, ενώ συνεχίζει να αναζητά υποστήριξη υψηλού προϋπολογισμού για τα υπόλοιπα εγχειρήματά του. Οι κριτικές και οικονομικές απογοητεύσεις όμως μεγαλώνουν. Το 1967, μετά από έναν χειμώνα διδάσκοντας διεύθυνση φωτογραφίας στο Art Institute στο Σικάγο, μία θέση που θα αποτελέσει αφορμή ενός έπους με πλειάδα ηθοποιών (The Divine Damnation), ο καλλιτέχνης μετακομίζει οριστικά, μαζί με το σύντροφό του Robert Beavers, στην Ευρώπη. Δουλεύει σε δύο τηλεοπτικές παραγωγές στη Γερμανία, και στη συνέχεια εγκαθίσταται στη Ζυρίχη της Ελβετίας.
Έργο-κλειδί της άγνωστης αυτής φάσης της καριέρας του Μαρκόπουλου είναι το αυστηρό, εξαίσιο Gammelion (1968). Επεκτείνοντας τη μέθοδό των κινηματογραφικών πορτρέτων, εξερευνά το «genius loci» μίας μοναδικής τοποθεσίας, ενός ιταλικού κάστρου και των περιχώρων του στο Rieti, όπου ο Μαρκόπουλος σκόπευε από τις αρχές τις δεκαετίας να τοποθετήσει τη μεγάλου μήκους διασκευή του μυθιστορήματος «Le Chateau d'Argol», ενός σουρεαλιστικού θρίλερ του Julien Gracq. Για άλλη μια φορά, οι ανάγκες απαιτούν από τον κινηματογραφιστή να εφεύρει μία νέα μορφή από υπάρχον υλικό (στη συγκεκριμένη περίπτωση οι οπτικές σημειώσεις «ανίχνευσης τοποθεσίας»: σύντομα καρέ, στιγμιότυπα του παλατιού και του ντεκόρ του). Με τη χρήση των fades σε διάφορα μήκη, τα αρχικά 200 πόδια (πέντε λεπτά) των 16mm επεκτάθηκαν για να γεμίσουν σχεδόν μια ώρα κινηματογραφικού χρόνου. Ο ρυθμικός βλεφαρισμός ή παλμός των εικόνων που είχε χρησιμοποιηθεί στις σύντομες ταινίες «εντός κάμερας» διαφέρει σε μεγάλο βαθμό στο έργο αυτό, καθώς ακίνητα – ή μόλις σπαρταριστά - συμπλέγματα εικόνων αιωρούνται σε διευρυμένους γαλαξίες μαύρης ή λευκής μαγνητοταινίας. Αποσπάσματα μουσικής, ποίησης (Rilke, σε απαγγελία του κινηματογραφιστή) και εξωτερικού ήχου ανακατεύονται για να ενισχύσουν την εντύπωση πως διάφορα στοιχεία απομακρύνονται και συγκεντρώνονται με την πάροδο του χρόνου. Όπως αναφέρει ο P. Adams Sitney, στην αξεπέραστη μελέτη της Αμερικανικής Avant-Garde, «Visionary Film», το νέο στιλ «δημιουργεί την αύρα μυθοπλασίας χωρίς να εκπονεί συγκεκριμένη μυθοπλασία». 
Ο Μαρκόπουλος συνεχίζει με αυτό το πνεύμα πλούσιας αυστηρότητας, σε ταινίες όπως το The Olympian (1969), ένα πορτρέτο του λογοτέχνη Alberto Moravia, και το αποσπασματικό Hagiographia (1970), γυρισμένο γύρω από τις παλιές Βυζαντινές μοναστικές εκκλησίες στο Μυστρά. Μεμονωμένες μικροποσότητες καρέ επιπλέουν ρυθμικά, στα όρια της αναγνωσιμότητας, μέσα σε πελώριους ωκεανούς μαύρου. Ο χρόνος φαίνεται να καταρρέει σε μία άκρη. Ο Sitney και πάλι αναφέρει: «...σε αυτά τα μεταγενέστερα έργα ο κινηματογραφιστής συνεχίζει να θεωρεί τις κινηματογραφικές δομές ως μοντέλο του ανθρώπινου νου, αλλά δεν παραχωρεί πλέον μία προνομιούχο θέση στην κατηγορία της μνήμης μέσα σε αυτό το μοντέλο.»
Στα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής του, ο Μαρκόπουλος εργάζεται επίπονα πάνω στο εγχείρημα Eniaios, ακόμη μία, αλλά και η έσχατη, αναθεώρηση ολόκληρης της κινηματογραφικής του παραγωγής μέχρι τότε. Το μοντάζ ολοκληρώνεται μόλις λίγο πριν το θάνατο του. Μία εντελώς βωβή, συνολικής διάρκειας ογδόντα ωρών, επική αναδιαμόρφωση των προηγούμενων έργων του, περιέχει 100 ξεχωριστούς τίτλους οργανωμένους σε 22 ενότητες. Μονταρισμένο με τη μέθοδο των μεταγενέστερων ταινιών, με την παρουσία «οδηγού» μαγνητοταινίας, προορίζεται ιδανικά για θέαση σε διάστημα πολλών εβδομάδων, όπως συμβαίνει άλλωστε κάθε τέσσερα χρόνια στο Τεμένος στην Αρκαδία.
Ο Μαρκόπουλος κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια για να παραμείνει ο εαυτός του αλλά και για να υπερβεί εαυτόν, επιχειρώντας να εξισορροπήσει μία λεγεώνα αντιθετικών δυνάμεων: την πλούσια παραισθησιογόνο υπαινικτικότητα του ρομαντισμού ενάντια στη λιτή πραγματικότητα και τη στέρεη αμεσότητα του μοντέρνου· τα κλασικά ιδεώδη του αέναου και αρχετυπικού ενάντια στις πρακτικές ανακαλύψεις του εκπληκτικού, εκκεντρικού και εξαιρετικού· την αυστηρή ανατροφή του φυσικού ενάντια στο προστατευτικό τέχνασμα του ευγενούς· την αρχαϊκή μαγεία του θεάτρου ενάντια στη «φουτουριστική» επιστήμη των μέσων. Τόσο δεσμευμένος όσο και απελευθερωμένος από ένα εύθραυστο, εφήμερο, μηχανικό μέσο, ο Μαρκόπουλος μας προσκαλεί να τον ελευθερώσουμε, όπως και τους εαυτούς μας, διαισθανόμενοι μία ολότητα εν μέσω απλών στιγμών, γερά κρατημένων από τη γοητεία του κινηματογραφικού χρόνου. Μία συνάντηση με αυτήν τη διαδικασία είναι συχνά ανησυχητική – διότι εκτίθενται οι υποσυνείδητοι μηχανισμοί μας. Είναι όμως και αναζωογονητική, διασκεδαστική – διότι σε κάποια φάση, στην πορεία του έργου, κάνουμε ένα άλμα πίστης. Το αίνιγμα της εικόνας – ως κρυπτογράφημα, δόλωμα, οφθαλμαπάτη ή ναρκωτική παγίδα πόθου· ως βωβός μάρτυρας, νεκρό ντοκουμέντο, ή απλό συμβολικό ίχνος – παραδίδεται τελικά στα ιδανικά της όρασης ως πυρήνα, της αντίληψης ως καταυγασμού, του φωτός ως καθαρής ευτυχίας – μία αναβίωση της στιγμής όπου σαν πρώτη φορά η ομορφιά μας εκπλήττει:
«Μία ψυχή, που τρίβει τα μάτια της στον επόμενο κόσμο» Wedekind
«Το χρώμα είναι Έρως» Μαρκόπουλος
Αποσπάσματα από το Μagus of Μemory του Kirk Alan Winslow. Το πλήρες κείμενο εκδόθηκε αρχικά στον κατάλογο του Ευρωπαϊκού Φεστιβάλ Media Art, Osnabrück 1999.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου