Κείνο το γυμνάσιο μάζευε παιδιά από δέκα-δεκαπέντε
χωριά και τα γραμμάτιζε, τα ‘κανε πελεκημένα ξύλα.
Από το δικό μας χωριό πηγαίναν τότες, με το
ξεκούμπισμα της γερμανουριάς, καμμιά δεκαπενταριά παιδιά σ’ ούλες τις τάξεις.
Τα Σαββατοκύριακα ερχόντουσαν τα παιδιά στο χωριό.
Ήτανε να ξεπονέσουν. Να ζαλωθούν τις τροφές της βδομάδας, που θα ‘ρχότανε, ν’
αλλάξουνε και να λουστούνε, να λειτουργηθούνε στην εκκλησία της Κυριακής και να
μεταλάβουν, αν ήτανε καιρός νήστιας ή λαμπρής.
Μια χειμωνιάτικη Κυριακή, τ’ απομεσήμερο, κινήσανε
να πάνε αντάμα πεντέξι παιδιά από το χωριό στη χώρα. Ούλα είχαν το ζαλίκι τους
με το κάτι ντις. Άλλο κράτηγε την μπαλωμένη ομπρελίτσα του, άλλο είχε ανάριχτο
το στρατιωτικό κοπετινιασμένο αμπέχωνο του πατέρα του ή του γείτονα, άλλο το
κόζινο σακκί κατσιούλα στο κεφάλι ….. να του κρατεί το πολύ νερό στις πλάτες…
κι ολάκερη η συντροφιά ανηφόριζε. Δεν ήτανε καιρός μπόρας. Βγήκανε στο διάσελο
στ’ αλώνι με δρολάπι. Αγναντέψανε. Τη χώρα που τους καρτέραγε ήτανε που ηθέλανε
να ιδούν. Και κείνη ήτανε καταχωνιασμένη στον πάτο μιας σταχτιάς κατσιφάρας. Οι
λαγκαδιές αχολογούσαν από τα θολόνερα, που γκρεμίζουνταν στα ξεροχάντακα τους.
Σαν κατηφόρισαν δυνάμωσε το δρολάπι. Σφίχτηκαν τα
σκουτιά της συντροφιάς στα κορμιά και τα βήματα γόργωναν. Βροντόφωνα αχολογούσε
το κουβεντολόι….. Κάποιο τόλμησε να τραγουδήσει! Δεν το βοήθησαν τ’ άλλα και
σώπασε.
Μ’ ανοιχτή την ομπρελίτσα της τη σταχτιά και η Ρηνιώ
κατηφόριζε συντροφιά με τη Χριστίνα. Στην πισέλα της παρέας τα ψιλόλεγαν. Με
ψιλοβροχή φτάσανε στο ποτάμι. Το είδανε θολό και φουρτουνιασμένο και δεν
τολμήσανε, να το πηδήσουνε ή να το περάσουν ξυπόλητα. Λοξοδρόμησαν και το
περπάτησαν στη ζερβιά του άκρη, για να φτάσουνε στο ξύλινο γιοφύρι στη «Βέργα».
Εκεί θα το περνάγανε.
Περάσαν κι ανηφόρισαν και η βροχή δυνάμωνε. Κι
ερχότανε μ’ αέρα κι αστραφτομπουμπουνιτά! Και σήκωνε ομπρέλες κι άρπαζε
σκουφιά. Και βραχήκανε τα παλικαράκια και μούσκεψαν τα κοντοφουστανάκια των
κοριτσιών κι όλοι βιάζουνταν να φτάσουνε στη χώρα, πριν νυχτώσει. Και φτάσανε
στα νοικιασμένα σπίτια ανώρας. Βρήκανε τις νοικοκυρές να καρτερούν ανήσυχες.
Βγάλανε τα παιδιά τα βρεγμένα τους σκουτιά, για να
στεγνώσουνε στου τζακιού την πύρα και χωθήκανε τα ιδιανά στα στρωσίδια τους, να
μην πουντιάσουνε.
Έβγαλε και η Ρηνιώ τα’ απόξω μοναχά σκουτιά της και
τα στέγνωσε και πλάγιασε να κοιμηθεί με υγρό το μεσοφουστανάκι της….
Και τη Δευτέρα την αυγή δεν είχε όρεξη για το σκολειό το αηδονάκι.
Και της αγγίξανε το κούτελο κι έκαιγε. Της βάλανε και θερμόμετρο και είχε,
λέει, πολλή κάψα, για κείνο παραμίλαγε τη νύχτα. Στείλανε τα μαντάτα στο χωριό
και καταφτάσανε γονιοί και συγγενήδες.
Φέρανε γιατρό. Την εξέτασε και γύρεψε την υπογραφή
του κύρη της , για να της ψάξει τη ραχοκοκκαλιά με τη σύριγγα!...Άλλοι από τους
δικούς της είπανε το «ναι», άλλοι είπανε το «όχι». Κατασταλάξανε στο «Ναι».
Κι έκαμε ο γιατρός την παρακέντηση. Κι είπε πως είχε
μελιγγίτη και να μην την ζυγώνουν τα παιδιά, που μπαίνανε να την ιδούν και που
την αγαπούσανε πολύ την πεταλούδα και την μέλισσα των δεκατριών Μαγιώνε.
Και πέρασε βαριά κουντίνα η Ρηνιώ. Και τα
κοντυλογραμμένα ποδαράκια της αδυνατίσανε και δεν αντέχανε να στηλώσουν πια το
λυγερό κορμάκι.
Και αντις για πόδια η Ρηνιώ είχε το καροτσάκι της.
Και γύριζε Νοσοκομεία κι άσυλα και κλινικές…. και γιατριά δεν έβλεπε. Και σε σκολειό δεν ξαναμπήκε. Κι είχε την όρεξη
να διαβάζει, να πλέκει και να κεντάει η Ρηνιώ τον ουρανό με τ’ άστρια.
Κι έμαθε πολλά στις κλινικές και στα Νοσοκομεία μια
ζωή ολάκερη!.... Και γίνηκε πια γιατρός δίχως χαρτί. Και σπούδαζε μερόνυχτα
πολλά τον πόνο τον ανθρώπινο. Και δεν χώραγε πια η καρδιά της κείνο τον πόνο
και ξεχείλισε κι έτρεξε ο πόνος στα χαρτιά ποιητικό τραγούδι.
Και διάηκε κι είπε το πονεμένο της τραγούδι σ’ ανθρώπους νογούμενους από …… τέχνη…. όχι από πόνο……..Κι εκείνοι
συγκινήθηκαν! Της είπαν ούλοι μπράβο! Την περπάτησε με την καρέκλα της ο πιο
μπρατσωμένος λίγο παρακεί, κατά το
πλήθος , και της έβαλε στην αγκαλιά ένα δεμάτι κατακόκκινα γαρύφαλλα.
Και η καρδούλα της Ρηνιώς χωράει τους ανθρώπινους
καημούς όλους. Τους μετράει, τους συνάζει, τους κάνει τραγούδια και τους γράφει
στα χαρτιά…λυπητερά τραγούδια….. Λίγο πιο πονεμένα από κείνα του χάρου και της
ξενιτειάς.
Και μετρώ και λογαριάζω και βρίσκω σαράντα
και!.....χρόνια που κανακεύει τις πίκρες και τα φαρμάκια του ντουνιά η Ρηνιώ η
πεταλούδα και η μέλισσα……
(Θ.Κ.Τρουπή: «Νουβέλες και διηγήματα» Αθήνα
1990-σελ.309-311)
Ο Θεόδωρος
Κ. Τρουπής γεννήθηκε στου Σέρβου Αρκαδίας το 1932 και πέθανε
στην Κ. Αχαΐα το 2008. Υπήρξε εξαίρετος εκπαιδευτικός και
λογοτέχνης με μεγάλο συγγραφικό έργο. Έγραψε ποίηση, πεζογραφία, σχολικά,
λαογραφικά κείμενα και ταξιδιωτικά. Εξέδιδε το λογοτεχνικό περιοδικό
"Μοριάς" και το περιοδικό "Σέρβου-Σκαλίζοντας τις ρίζες
μας". Ξεχωριστή θέση κατέχουν τα έργα του: "Οι άνθρωποι της
σκαλωσιάς", "Το λαούτο του Κωνσταντή", "Σέπαλα
θύμησης", "Προς εαυτόν", "Τα Άλφα-Βητάρια των Χάι-Κου",
κ.ά.
Αφιερωμένο σε κείνους που τα έζησαν......!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου