Εικόνες της φύσης

Εικόνες της φύσης
Τρίπολη Αρκαδίας-Πλατεία Άρεως, Ο Αρχιστράτηγος του Αγώνα Θεόδωρος Κολοκοτρώνης

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2017

Οι κοκκινολαίμηδες της αυλής μου-"Ο Καλογιάννος" του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη

Τις τελευταίες δέκα μέρες του χιονιά πλήθος κοκκινολαίμηδων επισκέπτονται συχνά-πυκνά την αυλή μου!

Η παγωνιά τους ταλαιπωρεί κι αυτούς, όπως όλα τα όντα του περιβάλλοντος. Αυτά τα ταπεινά και όμορφα πτηνά με την μελωδική φωνή αναζητούν τροφή. Τρυπώνουν στις φυλλωσιές  και ύστερα προσγειώνονται στο έδαφος για να εντοπίσουν ψίχουλα και σπόρους. "Τα μάτια τους τα έχουν  τετρακόσια", γιατί οι πεινασμένες πονηρές γάτες παραμονεύουν!

Από το παράθυρο μου παρατηρώ το σκηνικό στην αυλή και .......θυμάμαι το ποίημα του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη "Ο Καλογιάννος". Ως γνωστόν, στην παράδοση μας το πουλί "Κοκκινολαίμης" λέγεται και "Καλογιάννος".


Αυτή είναι η αφορμή που έγραψε ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης το ποίημα "Ο Καλογιάννος":
«Απέναντι των παραθύρων του εν Μαδουρή εξοχικού μου οίκου εγείρεται παμμεγέθης ελαία, ήτις είναι αληθής αγορά του λαού των Καλογιάννων. Εκεί συνέρχονται, ιδίως όταν επίκειται χειμών ή τρικυμία, και συναναστρέφονται μετ’ εμού και με ευφραίνουν διά των κελαδημάτων των. Χίλιες φορές μού διεσκέδασαν τα μαύρα νέφη της φαντασίας! Χίλιες φορές με παρηγόρησαν και μου εγλύκαναν τα κρυφά φαρμάκια της ψυχής!»

 Ο ΚΑΛΟΓΙΑΝΝΟΣ

                                                            του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη

Μη με ρωτάς πούθ’ έρχομαι, μη με ρωτάς πού τρέχω·
πατρίδα εγώ δεν έχω
παρά του βάτου τ’ άγριο, τ’ αγκαθερό κλαρί·
με δέρνει τ’ ανεμόβροχο, είμαι φτωχό πουλί.
Ο λόγγος το παλάτι μου, και βιο μου είν’ η χαρά·
πετώ, κορνιάζω ξέγνοιαστος οσό ’χω τα φτερά.
-.-
Λίγη δροσούλα τ’ ουρανού τ’ ακούραστο λαρύγγι
μου το ξεφρύγει, όταν διψώ, και ζω μ’ ένα μυρμήγκι.
Ξυπνώ το γλυκοχάραμα· του ήλιου την αχτίδα
φορώ μαλαμοκέντητη βασιλική χλαμύδα
κι αρχίζω το τραγούδι μου. Στα σύγνεφ’ ανεμίζει
περήφανος σταυραϊτός, τον κόσμο φοβερίζει,
κι εγώ τον βλέπω και γελώ… Δεν του φθονώ την τύχη,
ούτε με σκιάζει τ’ άσπλαχνο, το φοβερό του νύχι,
γιατί δεν καταδέχεται μ’ εμένα να χορτάσει
θεριό που προς τη δόξα του βρίσκει στενήν την πλάση.
Το κράζουν αυτοκράτορα… του φόρεσαν κορόνα,
μας το ’πλασαν δικέφαλο… του γράφουν την εικόνα…
τη μια τη φούχτα να κρατεί χρυσή τού δίνουν σφαίρα,
στην άλλη του γυμνό σπαθί… κι επήρε ο νους του αγέρα!
-.-
Το πρώτο του φθινόπωρου που φαίνεται λουλούδι
είν’ η ξανθή μου η κυκλαμιά. Εγώ με το τραγούδι
την ανακράζω από ψηλά κι εκείνη στη φωνή μου
γοργά προβαίνει ολόχαρη. Πιστόν προξενητή μου
το πρωτοβρόχι δέχεται στο φτωχικό κρεβάτι
και δείχνεται στο φίλο της εντροπαλή, δροσάτη…
Δεν σε ζηλεύω σταυραϊτέ! Του πριναριού μου η μάζα
αξίζει την κορόνα σου και τα χρυσά τσαπράζα.
Δεν ανεβαίνω σαν εσέ και σαν εσέ δεν πέφτω
στην αρπαγή, στο σκοτωμό, κι άλλο ποτέ δεν κλέφτω
παρά με το τραγούδι μου καμιά καρδιά καμένη.
Εσέ σε βάφουν αίματα, εμέ η δροσιά με πλένει.
Ζω με τα φύλλα τα χλωρά, με τ’ άνθη θα πεθάνω,
κι αφήνω χωρίς κλάματα τον κόσμο αυτόν τον πλάνο.
-.-
Μια μόνη αγιάτρευτη πληγή έχω βαθιά κρυμμένη
στην άκακή μου την καρδιά, και κάποτε πικραίνει,
διαβάτη, αυτή μου τη χαρά…

Είχ’ αγαπήσει μια φορά
στο πρώτο το ταξίδι μου μια καλογιαννοπούλα,
γκόλφι του λόγγου ατίμητο, και σαν εμέ φτωχούλα.
Σ’ ένα κλαρί παράμερο, μακρά από κάθε μάτι,
εγώ κι εκείνη εστήσαμε το νυφικό κρεβάτι,
και με τραγούδια αδιάκοπα και με τον έρωτά μας
κρυφά κρυφά αναθρέψαμε, διαβάτη, τα παιδιά μας.
Μια νύχτα που την έσφιγγα γλυκά με τα φτερά μου
κι ένιωθα μου λαχτάριζε στη φλογερή αγκαλιά μου, α
κούω που τρέμει το κλαρί και βλέπω έναν αστρίτη
που κοίταζε να καταπιεί το φτωχικό μας σπίτι.
Τα μάτια που μου κάρφωσε στην όψη το θερίο,
η γλώσσα του η διχαλωτή, το χνότο του το κρύο,
διαβάτη, με μαρμάρωσαν… εσβήστηκα… δεν είδα
τη φοβερή μας τη σφαγή… Στην πρώτην την αχτίδα
του ήλιου, που μ’ επύρωσε, ξυπνώ στη γη ριμμένο…
Μου λείπαν όλα τα παιδιά… βαρύ, κουλουριασμένο
το σερπετό εκοιμότουνε μες στη φωλιά χορτάτο
κι η μάνα ετοιμοθάνατη, που σπάραζε στο βάτο,
είχε τη σάρκα ολάνοιχτη… Ορμώ, την αγκαλιάζω·
του κάκου σκούζω, δέρνομαι, του κάκου τηνε κράζω…
Κι εκεί που της εμάλαζα τα ξεσχισμένα στήθη,
διαβάτη μου, το αίμα της στην τραχηλιά μου εχύθη.
Κι από τα τότε μὄμεινε μες στην καρδιά η πικράδα
και στο λαιμό παντοτινά γραμμένη η κοκκινάδα…
-.-
Αλλά… δε θέλω κλάματα· μακρά από μένα ο πόνος.
Βασιλικό παλάτι μου είναι τ’ αράμνου ο κλώνος
και βιο μου είν’ η χαρά.
Θέλω να ζήσω ξέγνοιαστος οσό ’χω τα φτερά.
....................................................................................................................


Μες τις χιονισμένες φυλλωσιές







Ψάχνει στο έδαφος. Πιστεύω να βρει τα ψίχουλα που έριξα.



Απέναντι από το παράθυρο μου ο κοκκινολαίμης ή καλογιάννος



Το χιόνι διαδέχτηκε η βροχή ....κι ο κοκκινολαίμης προστεύεται κάτω από το δεντράκι.


Προσγειώνεται στο έδαφος και ψάχνει.


Το χιόνι έλειωσε αλλά η παγωνιά συνεχίζεται με θερμοκρασίες υπό το μηδέν.


Στη φυλλωσιά πάνω δεξιά μόλις που διακρίνεται. Κάτω αριστερά στον κορμό του δέντρου παραμονεύει η γάτα.


Κι άλλο κρυφτούλι του κοκκινολαίμη και της γάτας. Πάνω αριστερά ο φίλος μας και κάτω δεξιά κρυμμένη η γάτα περιμένει την ευκαιρία να ορμήσει.


Πόσο κρυώνει.......


"Ηλιος με δόντια" αλλά είναι ήλιος! Προσφέρει λίγη ζέστη...


Το πουλάκι πέταξε ....αφού ζεστάθηκε λίγο.

2 σχόλια:

  1. Όλα πανέμορφα.
    Παρεμπιπτόντως, η βαθιά καταγωγή του Αρ. Βαλαωρίτη ήταν από παλιά κλεφταρματολική οικογένεια της Βαλαώρας Ευρυτανίας.
    Καλή συνέχεια...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ευχαριστώ ΕΥΡΥΤΑΝΑ ΙΧΝΗΛΑΤΗ! Είναι τιμή για τον κάθε τόπο να γεννά σημαντικούς ανθρώπους.

    ΑπάντησηΔιαγραφή