Ερανίσματα
απ’ το διαχρονικό έργου του,
τα
οποία αντιστοιχούν σε σημαντικούς σταθμούς της ζωής του
Το άρθρο είναι του Βασιλείου Κων/ντή Σχίζα
Πλήθος μελέτες έχουν γίνει και
αναλύσεις του έργου του Εθνικού μας ποιητή Κωστή Παλαμά. Εκτός από κορυφαίος
ποιητής ήταν θεατρικός συγγραφέας, κριτικός λογοτεχνίας, δημοσιογράφος και
ιδρυτικό μέλος της ΕΣΥΕΑ, ιδρυτικό μέλος
της Ακαδημίας Αθηνών και στη συνέχεια πρόεδρός της. Το τεράστιο έργο του, ενώ
αναφέρεται στην εποχή του, είναι διαχρονικό και πάντα επίκαιρο.
Σταχυολογούμε μικρά μόνο στοιχεία
τα οποία αντιστοιχούν σε σημαντικούς σταθμούς της ζωής του, απ’ τη γέννησή του
στην Πάτρα στις 13 Ιανουαρίου 1859 από Μεσολογγίτες γονείς, τον Μιχάλη και την Πηνελόπη, ως το θάνατό του
στην Αθήνα στις 27 Φεβρουαρίου 1943.
Ήταν μόνιμος κάτοικος της Αθήνας και δεν ταξίδευε παρά μόνο μέχρι το Μεσολόγγι.
Δεν είχε δικό του σπίτι. Διέμενε κατά διαστήματα στην οδό Ιπποκράτους, στη
Σόλωνος, στην Ασκληπιού και στην Περιάνδρου.
Ήταν πέντε χρονών όταν πέθανε η μάνα του και
έξη όταν έμεινε ορφανός και από πατέρα. Τότε τον πήραν στην προστασία τους,
συγγενείς του στο Μεσολόγγι. Αργότερα έγραψε το ποίημα «Η υστερνή ματιά της», εκφράζοντας εκείνα τα συναισθήματά του, της στιγμής που αντίκρισε την νεκρή μάνα
του.
«Όταν η δόλια μάνα μου
τον κόσμο παρατούσε,
με πήγαν κι εγονάτισα
μικρό, πουλί, μπροστά της,
την τελευταία της πνοή
ο Χάρος ερροφούσε…»
Το πρώτο ποίημά του το έγραψε το
1869 σε ηλικία 9 ετών. Το 1898 συντετριμμένος από το θάνατο του 4χρονου γιου
του Άλκη, από μηνιγγίτιδα, έγραψε το συγκλονιστικό ποίημα με τίτλο «Ο τάφος». Το ποίημα, μεταφράστηκε στα
γαλλικά, τα ιταλικά και τα αγγλικά και δημοσιεύτηκε σε επανειλημμένες εκδόσεις.
Παραθέτουμε τους επόμενους στίχους.
Άφκιαστο
κι αστόλιστο
του
Χάρου δε σε δίνω.
Στάσου
με τα’ ανθόνερο
την όψη
σου να πλύνω.
Μήπως
και του Χάροντα
καθώς θα
σε κυττάξει,
του
φανείς αχάϊδευτο
και σε
παραπετάξει!
Το 1895 του ανατέθηκε και έγραψε
τον «Ολυμπιακό Ύμνο», o οποίος ακούστηκε στους
πρώτους νέους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 1896. Το 1958 καθιερώθηκε με
απόφαση της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής ως επίσημος Ολυμπιακός Ύμνος και από το 1960 ανακρούεται κατά την έναρξη
και τη λήξη, σε όλους τους Ολυμπιακούς Αγώνες σε κάθε κράτος (πόλη) που διεξάγονται.
Αρχαίο
Πνεύμα αθάνατο, αγνέ πατέρατου ωραίου, του μεγάλου και τ' αληθινού
Κατέβα, φανερώσου κι άστραψε εδώ πέρα
στη δόξα της δικής σου γης και τ' ουρανού
Το 1907 εκδίδεται το ποίημα αποτελούμενο από δώδεκα νοηματικές ενότητες υπό τον τίτλο «Δωδεκάλογος του Γύφτου». Ο συγγραφέας Στάθης Παρασκευόπουλος, εικάζει ότι η βιωματική εμπειρία του με τους γύφτους, που ήταν και αφορμή και έμπνευση για την δημιουργία του έργου, ήσαν οι ελεύθεροι, γυρολόγοι, μουσικοί, χαλαστήδες και δημιουργοί, πανηγυριώτες γύφτοι οι οποίοι συγκεντρώνονταν τότε στην πολυήμερη εμποροζωοπανήγυρη του Τιμίου Σταυρού στην Αρκαδιά, σήμερα Κυπαρισσία Μεσσηνίας, όπου ο Παλαμάς έζησε κοντά στον Έπαρχο αδελφό του, απ’ το Μάρτιο έως το Φθινόπωρο του 1882. Η άποψη αυτή ενισχύεται και από το γεγονός ότι ο ποιητής δεν ταξίδευε παρά μόνο απ’ την Αθήνα μέχρι το Μεσολόγγι. Ο Παλαμάς με το λόγο του στο «Δωδεκάλογο του Γύφτου» περιγράφει το, διαχρονικά ελεύθερο φρόνημα του Έλληνα, μεταφορικά στο πρόσωπο του ανυπότακτου και ελεύθερου γύφτου. Αναφέρεται στην Βυζαντινή περίοδο αλλά ουσιαστικά καταγράφει την εποχή του και προφητικά τη μοίρα, το μέλλον του Ελληνισμού. (Στο επόμενο ποίημα, πρωτόγυφτος ήταν ο Τουμπαλκάιν, εγγονός του Αδάμ, ο οποίος δίδαξε την επεξεργασία του σιδήρου, σύμφωνα με την μυθολογία)
«…Εμείς
γενιά του προύντζου και του σίδερου
σα
δουλεμένοι από χέρι του πρωτόγυφτου
πατέρα
των ανθρώπων Τυμπαλκάη,
μα τηνε
πότισε τη ρίζα μας
κάποιο
κρυφό φαρμάκι κι αξεδιάλυτο,
κ’ η
κατάρα μας πήρε σαν τον Κάη…»
Περίλυπος παρακολουθεί τη διαφθορά της πολιτικής ηγεσίας και την αδιαφορία των πολιτών ενώ καραδοκεί και
απειλή ο ανατολίτης, ο πέραν του Αιγαίου γείτονας, όπως ακριβώς και σήμερά. «Και ήταν οι καιροί που η Πόλη
πόρνη σε μετάνοιες ξενυχτούσε
και τα χέρια της δεμένα τα κρατούσε
και καρτέραγ’ ένα μακελάρη…
…Και καρτέραγε τον Τούρκο να την πάρει».
Κλέωνες δημοκόπους, Ζωίλους και Μαμωνάδες χαρακτηρίζει τους
πολιτικούς ο Παλαμάς. Αλήθεια σε τι
άλλαξαν, σε τι διαφέρουν οι σημερινοί πολιτικοί; (Ο Κλέων ήταν
βυρσοδέψης και αργότερα δημαγωγός της αρχαίας Αθήνας, αντίπαλος του Περικλή. O Θουκυδίδης τον χαρακτηρίζει χαμερπή,
αμαθή, δειλό και φιλοχρήματο.
O Ζωίλος ήταν ρήτορας σοφιστής και έγραψε λόγους
εναντίον της ποίησης του Ομήρου γι’ αυτό τον ειρωνεύονταν λέγοντας τον ο Ομηρομάστιξ).
«…Και δημοκόποι Κλέωνες και λογοκόποι Ζωίλοι,
και Μαμμωνάδες βάρβαροι,και χαύνοι λεβαντίνοι,
λύκοι ώ κοπάδια οι πιστικοί και ψωριασμένοι οι σκύλοι
και Μαμμωνάδες βάρβαροι,και χαύνοι λεβαντίνοι,
λύκοι ώ κοπάδια οι πιστικοί και ψωριασμένοι οι σκύλοι
κι οι χαροκόποι αδιάντροποι και πόρνη η
Ρωμιοσύνη…»
Ο Ελληνολάτρης λόγιος Θανάσης Στρίκος
με αφορμή τη συμπλήρωση εβδομήντα χρόνων από το θάνατο του Παλαμά, απαγγέλλει
στίχους του για την Βασιλίδα των Πόλεων την οποία πολεμούσαν βάρβαροι δυσκολοταίριαστοι των Ρωμιών:
Και ήταν όπου κόσμοι αντίμαχοι
με την ίδιαν ερωτόπαθη μανία
ν’ αγκαλιάσουνε λαχτάριζαν
την πανώρια Βοσπορίτισσα, τη μία,
και κατάλαμπρα ντυμένοι καταστάλαζαν
και φιλούσανε τα χώματα
που τα πόδια της πατούσαν·
σαν ακρίδες πέφταν οι λαοί,
με την ίδιαν ερωτόπαθη μανία
ν’ αγκαλιάσουνε λαχτάριζαν
την πανώρια Βοσπορίτισσα, τη μία,
και κατάλαμπρα ντυμένοι καταστάλαζαν
και φιλούσανε τα χώματα
που τα πόδια της πατούσαν·
σαν ακρίδες πέφταν οι λαοί,
μέλισσες εκεί οι λαοί πετούσαν.
Και ήτανε η πανώρια, δυο γιαλών
αφροκάμωτη νεράιδα,
κι ήσουν εσύ, Πόλη, ω Πόλη!
και ήτανε της γης το περιβόλι,
και ήταν όπου σε μια δόξα
των Εθνώνε ταίριαζαν οι πόλοι,
και ήταν όπου από τα πέρατα του κόσμου
Βάρβαροι δυσκολοταίριαστοι,
στη Ρωμαία των Κωσταντίνων
πολεμούσαν κάτω από το λάβαρο
των Ελλήνων.
Όμως ο εθνικός μας ποιητής στο τέλος
αφήνει την ελπίδα αναγέννησης του έθνους μας.
Συμβολικά στέλνει το μήνυμα πως για να ανορθωθεί μια νέα Ελλάδα, αυτό θα
γίνει κατεδαφίζοντας ότι παλιό και σάπιο.Και ήτανε η πανώρια, δυο γιαλών
αφροκάμωτη νεράιδα,
κι ήσουν εσύ, Πόλη, ω Πόλη!
και ήτανε της γης το περιβόλι,
και ήταν όπου σε μια δόξα
των Εθνώνε ταίριαζαν οι πόλοι,
και ήταν όπου από τα πέρατα του κόσμου
Βάρβαροι δυσκολοταίριαστοι,
στη Ρωμαία των Κωσταντίνων
πολεμούσαν κάτω από το λάβαρο
των Ελλήνων.
Εγώ είμαι ο γκρεμιστής, γιατ' είμαι εγώ κι ο χτίστης.
Ο διαλεχτός της άρνησης κι ο ακριβογιός της πίστης.
Την διπλή κατεύθυνσή του καθομολογεί ο ποιητής που είναι εκείνη του Χριστιανού αλλά και του Eλληνολάτρη. Έτσι θα υμνήσει την Παρθένα Αθηνά αλλά και την Παναγία την Αθηνιώτισσα:
(Στην Αθηνά)
Πώς ακούμπησες άπραγα το δόρυ,
τη φοβερή σου περικεφαλαία
βαριά πως γέρνεις προς το στήθος, Κόρη;
…Χαμένη κλαις την ιερή σου πόλη
ή νεκρή μέσ’ στο μνήμα και την όλη
του τότε και του τώρα, ωιμέ! Ελλάδα;
( Στην
Παναγία)
Μητέρα των ανέλπιδων κι όλου του κόσμου σκέπη,
κάτω από σε και οι ανέλπιδοι κι όλος ο κόσμος
ίσοι!
Μπρος στην εικόνα σου γυρτός ο κόσμος με το
στόμα
τρεμουλιαστό, κρεμάμενο μόνο απ’ τ’ όνομά σου
κι από τη σκέψη σου, Κυρά, κι από τ’ ανάβλεμμά
σου,
μ’ ένα τροπάρι μυστικό, με μια πνιχτή
μουρμούρα
δυο απέραντα μονόλογα: Χαίρε Χαριτωμένη!…»
«Ο πατριωτισμός είναι
έμφυτος»,
στον άνθρωπο, «εγώ είμαι εθνικιστής»! Με αυτά τα λόγια προσδιόρισε τον
μαχητικό πατριωτισμό του ο Παλαμάς και άφησε παρακαταθήκες:
«Η μεγαλοσύνη των λαών δεν
μετριέται με το στρέμμα.
Με της καρδιάς το πύρωμα
μετριέται και με το αίμα».
-----------
«Αυτό το λόγο θα σας πω, δεν έχω
άλλο κανένα,
μεθύστε με τ’ αθάνατο κρασί του Εικοσιένα»!
μεθύστε με τ’ αθάνατο κρασί του Εικοσιένα»!
-----------
«Χρωστάμε σ'
όσους ήρθαν,
πέρασαν, θα
’ρθούνε, θα περάσουν,
κριτές θα
μας δικάσουν
οι
αγέννητοι, οι νεκροί»!
Κοσμοπολίτης ο Παλαμάς
αφιέρωσε το ποίημα «Χτίζε Σοφέ»,
στον αδελφικό του φίλο Παναγιώτη Καλογερόπουλο, διευθυντή τότε της Βιβλιοθήκης
της Βουλής, πρόεδρο της Αρχαιολογικής Εταιρείας και της Εταιρείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων. Πήραν στη συνέχεια το
ποίημα οι δημοδιδάσκαλοι και το έκαναν ύμνο τους, αλλάζοντας τον τίτλο σε, «Ο Δάσκαλος», από την ομώνυμη λέξη που
περιέχεται στο ποίημα:
Σμίλεψε πάλι, δάσκαλε, ψυχές!
Κι ότι σ' απόμεινε ακόμη στη ζωή σου,
μην τ' αρνηθείς! Θυσίασέ το ως τη στερνή πνοή σου!
Κι ότι σ' απόμεινε ακόμη στη ζωή σου,
μην τ' αρνηθείς! Θυσίασέ το ως τη στερνή πνοή σου!
Χτισ' το παλάτι, δάσκαλε σοφέ!
Κι αν λίγη δύναμη μεσ' το κορμί σου μένει,
μην κουρασθείς. Είν' η ψυχή σου ατσαλωμένη.
Κι αν λίγη δύναμη μεσ' το κορμί σου μένει,
μην κουρασθείς. Είν' η ψυχή σου ατσαλωμένη.
Θέμελα βάλε τώρα πιο βαθειά,
ο πόλεμος να μη μπορεί να τα γκρεμίσει.
Σκάψε βαθειά. Τι κι' αν πολλοί σ’ έχουνε λησμονήσει;
ο πόλεμος να μη μπορεί να τα γκρεμίσει.
Σκάψε βαθειά. Τι κι' αν πολλοί σ’ έχουνε λησμονήσει;
Θα θυμηθούνε κάποτε κι αυτοί
τα βάρη που κρατάς σαν Άτλαντας στην πλάτη,
τα βάρη που κρατάς σαν Άτλαντας στην πλάτη,
Υπομονή! Χτίζε, σοφέ, της
κοινωνίας το παλάτι!
Αλληγορικός ο ποιητής γράφει για την ιδανική κοινωνία αγάπης στο 14στιχο
ποίημα «Σοφία-Δύναμη-Ομορφιά και Αγάπη»:
Σοφία
και Δύναμη και Αγάπη και Ομορφιά
σε
κάποιαν άλλη γη, στο απάνου απ’ όλα αστέρι
θα ζήτε
αδιάλυτη υπερούσια συντροφιά,
στοιχεία,
ριζώματ’ αξεχώριστ’ από χέρι…».
Διαχρονικός ο Παλαμάς είναι δρυμήτατος στους πολιτικούς της εποχής του και στις πολιτικές τους. Με το ποίημα «Δεν έχεις Όλυμπε Θεούς, μηδέ λεβέντες Όσσα», στέλνει δίδαγμα σε ΄μας και επιβεβαιώνεται πως ιστορία δυστυχώς επαναλαμβάνεται!
Δεν έχεις Όλυμπε θεούς, μηδέ λεβέντες Όσσα,
ραγιάδες έχεις μάνα γη, σκυφτούς για το χαράτσι,
κούφιοι και οκνοί καταφρονάν
ραγιάδες έχεις μάνα γη, σκυφτούς για το χαράτσι,
κούφιοι και οκνοί καταφρονάν
τη θεία τραχειά σου γλώσσα, των Ευρωπαίων
περίγελα
και των αρχαίων παλιάτσοι ...
Και δημοκόποι Κλέωνες και λογοκόποι Ζωίλοι,
και Μαμμωνάδες βάρβαροι, και χαύνοι λεβαντίνοι,
λύκοι ώ κοπάδια οι πιστικοί
Και δημοκόποι Κλέωνες και λογοκόποι Ζωίλοι,
και Μαμμωνάδες βάρβαροι, και χαύνοι λεβαντίνοι,
λύκοι ώ κοπάδια οι πιστικοί
και
ψωριασμένοι οι σκύλοι κι οι χαροκόποι.
Το 1911, στις 9 Απριλίου
τιμωρείται με ένα μήνα αργία από το
Πανεπιστήμιο Αθηνών όπου είχε διοριστεί στις 15 Οκτωβρίου 1897 ως Γεν.
Γραμματέας. Η απόλυση έγινε επειδή ήταν δημοτικιστής! Στο μεταξύ το 1901 έτυχε
προπηλακισμών στα βίαια γεγονότα των «Ευαγγελικών» επειδή ακριβώς ήταν
δημοτικιστής!
Το 1918 του απενεμήθη το «Εθνικόν
Αριστείον των Γραμμάτων και Τεχνών».
Το 1926 στην επετειακή εκδήλωση
των εκατό χρόνων από την ηρωική Έξοδο του Μεσολογγίου, ο Παλαμάς αντί
πανηγυρικού λόγου απήγγειλε το ποίημα «Δόξα στο Μεσολόγγι»:
«Της
Δόξας, δόξα, ω Γη! το Μισολόγγι…
…Μισπλόγγι.
Χαρά της ιστορίας,
Γη
επαγγελμένη. Πάνε εκατό χρόνια,
κι ας
πάνε. Η θύμηση άχρονη
μπροστά
σου θα γονατίζε» …
Το 1929 ο Σουηδός καθηγητής της
Κλασσικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Ουψάλας και μέλος της Ακαδημίας της
Στοκχόλμης Άλεξ Πήρσον, ο οποίος
διηύθυνε γόνιμες ανασκαφές σε Μυκηναϊκές
Ακροπόλεις, απέστειλε επιστολή απ’ το εξωτερικό όπου βρισκόταν, στον
φίλο του, τότε Έφορο Αρχαιοτήτων Αργολίδας, Νικ. Μπέρα, να συγκεντρώσει και του
στείλει τα διάφορα στοιχεία ώστε να τα υποβάλλει στη Σουηδική Ακαδημία και έτσι
να προταθεί ο Παλαμάς για το βραβείο Νόμπελ. Όμως από διάφορες συγκυρίες δεν
πρόλαβαν τις προθεσμίες και αυτά τα στοιχεία έφθασαν αργά στον καθηγητή Πήρσον
και συνεπώς δεν κατατέθηκαν στην Σουηδική Ακαδημία. Στο μεταξύ ο Παλαμάς
πικραμένος και αηδιασμένος από τη γνωστή «περί
το βραβείον Νόμπελ αγοραίαν προς αυτόν συμπεριφοράν του Ψυχάρη» δεν έδειξε
καμία προθυμία να βοηθήσει την διαδικασία και είπε το καταγεγραμμένο, «εκείνος που ενεργεί ο ίδιος για την
βράβευσή του σημαίνει πως δεν είναι άξιος του βραβείου».
Το 1930 εκλέγεται πρόεδρος της
Ακαδημίας Αθηνών στην οποία ήταν ιδρυτικό μέλος από το 1926
Το 1943, στις 27 Φεβρουαρίου η
σκλαβωμένη Ελλάδα στους «Βησιγότθους»
Ναζί και τους Φασίστες Ιταλούς συγκλονίστηκε από το θάνατο του Παλαμά. Την
επομένη 28 Φεβρουαρίου τον συνόδεψε στην εξόδιο ακολουθία πλήθος Λαού κι
ανάμεσα επιστήμονες, άνθρωποι των Γραμμάτων, επαγγελματίες αλλά και ο κατοχικός
Πρωθυπουργός Κων/νος Λογοθετόπουλος με αντιπροσωπείες Φασιστών Ιταλών και
Ναζιστών Γερμανών που η παρουσία τους ερέθιζε τον κόσμο και ήταν η αρχή αντίστασης του Ελληνικού Λαού
στους κατακτητές.
Τέλος ο Αγγελος Σικελιανός
απήγγειλε το ποίημα που είχε γράψει το ξημέρωμα της ίδιας ημέρας προς τιμήν του
Παλαμά:
Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα…
Βογκήστε τύμπανα πολέμου…Οι φοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα!
Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα!
Το άρθρο υπογράφει ο Βασίλειος Κ. Σχίζας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου