Μάνα και Γιος
Νικηφόρος Βρεττάκος
Νικηφόρος Βρεττάκος
Στης ιστορίας το διάσελο όρθιος ο γιος πολέμαγε
κι η μάνα κράταε τα βουνά, όρθιος να στέκει ο γιος της,
μπρούντζος, χιόνι και σύννεφο. Κι αχολόγαγε η Πίνδος
σαν να 'χε ο Διόνυσος γιορτή. Τα φαράγγια κατέβαζαν
τραγούδια κι αναπήδαγαν τα έλατα και χορεύαν
οι πέτρες. Κι όλα φώναζαν: "Ίτε παίδες Ελλήνων ..."
Φωτεινές σπάθες οι ψυχές σταύρωναν στον ορίζοντα,
ποτάμια πισωδρόμιζαν, τάφοι μετακινιόνταν.
Κι οι μάνες τα κοφτά γκρεμνά σαν Παναγιές τ' ανέβαιναν
Με τη ευκή στον ώμο τους κατά το γιο παγαίναν
και τις αεροτραμπάλιζε ο άνεμος φορτωμένες
κι έλυνε τα τσεμπέρια τους κι έπαιρνε τα μαλλιά τους
κι έδερνε τα φουστάνια τους και τις σπαθοκοπούσε,
μ' αυτές αντροπατάγανε, ψηλά, πέτρα την πέτρα,
κι ανηφορίζαν στη γραμμή, όσο που μες στα σύννεφα
χάνονταν ορθομέτωπες η μια πίσω απ' την άλλη.
Γιάννης
Ρίτσος - Γράμματα απ᾿ το μέτωπο
Μάνα, τον ήλιο
εδώ σκεπάζουν ίσκιοι
κι αναπαμὸ ποτὲ ἡ καρδιά δε βρίσκει ένα: οι αυγὲς κ᾿ οι νύχτες μας γυρνούν φρικτὲς πεντάλφες γράφουν στο σκοτάδι σήματα, πού τον κίνδυνο μηνούν, πύρινα φίδια από τα βάθη του Άδη.
Ζούμε στ᾿
αμπριὰ θαμμένοι, διπλωμένοι
κ᾿ έξω απ᾿ την τρύπα ὁ θάνατος περιμένει. Μάς έπνιξαν το φως και τη χαρά, στεγνώσαν την ψυχή μας και το σώμα, μα κάτι μέσα μας κυλά βουερά και ξέσπασμα δε βρήκε κάπου ακόμα.
Φουσκώνουν
της ζωής μας τα πελάη
Η κάθε μου ίνα τη χαρά φωνάζει,σ᾿ όλες τις φλέβες μου, αίμα μου κυλάει της Μαριγώς το φλογερό φιλί... (θέλω να πω, μητέρα μου, για κείνο το φιλί της που μούδωσε δειλή προτού για την πατρίδα μας μακρύνω). μα ὁ πόλεμος, τη νιότη μου σκεπάζει και με ατσάλι αναμμένο με κεντά όμως, μέσα μου ἡ καρδιά μου δε λυγίζει. Μητέρα, εδώ, στο θάνατο κοντά, πρωτόμαθα το πόσο η ζωή αξίζει. Μάνα, μια παπαρούνα σήμερα είδα έξω απ τ᾿ αμπρὶ και μ᾿ άγγιξε η ελπίδα. Σαν το πουλί, που πάει κλαδὶ-κλαδί, παίρνω και γω στρατὶ το μονοπάτι, στης μνήμης ακουμπώντας το ραβδί, ν᾿ αράξω στο χωριό ψυχή και μάτι. Τέτοιον καιρό μας δέχονταν οι κάμποι, μέσ᾿ απ᾿ τα φύλλα βλέπαμε να λάμπει η θάλασσα γαλάζια και στιλπνή οι νεραντζιές ευώδιαζαν τις ώρες κι ακούαμε στη σιωπή την αυγινὴ στη χλόη να πέφτουν ο οπώρες. Της Κυριακής τα βράδια, καθισμένοι στης αυλής το πεζούλι ειρηνεμένοι, αφουγκραζόμασταν εκστατικοὶ του τριζονιού τις τρίλιες απ᾿ το φράχτη και πλάι μου εσύ, σα Μοίρα φιλική, της στοργής σου ξετύλιγες τ᾿ αδράχτι. Στον ουρανὸ ένα-ένα ανάβαν τ᾿ άστρα κι άνθιζαν τ᾿ άστρα στου νου μας τη γλάστρα κι όλα είταν γύρω αγνά, γλυκά, ιερά, και μου είταν η καρδιά τόσο καθάρια που ήθελα να χαϊδεύω τρυφερά τους ανθρώπους, τα ζώα και τα λιθάρια.
-.-
|
Γυναίκες Ηπειρώτισσες
Μαρινέλα
Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του
Σοφία Βέμπο
Και σεις βουνά της Κορυτσάς
Χρήστος Πανούτσος
Αγαπητή μου Μαρίνα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΈξοχη και συγκινητική η ανάρτησή σου για την μεγάλη μας εθνική γιορτή.
Και του χρόνου να είμαστε καλά να ξαναγιοτάσουμε.
Αγαπητέ Ντένη σ' ευχαριστώ!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚι εσύ νάσαι καλά! Χρόνια Πολλά σ' όλους τους Έλληνες!