Εικόνες της φύσης

Εικόνες της φύσης
Τρίπολη Αρκαδίας-Πλατεία Άρεως, Ο Αρχιστράτηγος του Αγώνα Θεόδωρος Κολοκοτρώνης

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

Δευτέρα 27 Σεπτεμβρίου 2021

Η δολοφονία του Καποδίστρια

 27 Σεπτεμβρίου 1831, μια ζοφερή ημέρα της ιστορίας που μας πληγώνει…
Ο πρώτος Κυβερνήτης της Αναγεννημένης Ελλάδας, ο Ιωάννης Καποδίστριας, έπεσε νεκρός στο Ναύπλιο από ελληνικά χέρια κατόπιν συνομωσίας εναντίον του από τους αντιπολιτευόμενους Έλληνες,  με την συνεργασία ξένων παραγόντων(Γάλλων και Άγγλων) για δικούς τους λόγους, σε μια εποχή που γινόταν προσπάθεια να οργανωθεί κράτος σ’ έναν τόπο που δεν ήξερε πως να το διαχειριστεί αυτό, γιατί έζησε αιώνες με πολύ διαφορετικές συνθήκες. Ο καθένας  είχε την δική του διαφορετική άποψη μη υπακούοντας σε νόμους και κανόνες που διέπουν μια οργανωμένη πολιτεία. “Μιλούσαν” ακόμα τ’ άρματα!
Ο Καποδίστριας είχε βρει την Ελλάδα σε άθλια κατάσταση. Παντού βασίλευε η αναρχία. Το στιβαρό του χέρι σταμάτησε την καταστροφή και σιγά-σιγά  η Ελλάδα άρχισε να παίρνει την μορφή κράτους πολιτισμένου. Για να το πράξει αυτό αναγκάστηκε να δυσαρεστήσει πολλούς προεστούς, ξεσηκώθηκαν αντιδράσεις από τους αντίπαλους του, τον κατηγόρησαν ως αυταρχικό και αποφάσισαν να τον εξοντώσουν. 


Μέσα σ’ αυτή τη δύσκολη κατάσταση, αποδείχτηκε για ακόμα μια φορά και η ικανότητα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη ως πολιτικού, πέρα από την αξεπέραστη στρατηγική του ικανότητα, ενός  πολιτικού  που δρα και κινείται με γνώμονα την αγάπη για την πατρίδα.  Για άλλη μια φορά κλήθηκε να βοηθήσει το έθνος σε μια κρίσιμη στιγμή.  

 

Ιδού πως ο ίδιος διηγείται τα  τραγικές εκείνες ώρες αμέσως μετά την δολοφονία του Καποδίστρια στ’ “Απομνημονεύματα” του:

“ ...Έπειτα ο Κυβερνήτης εσκοτώθηκε εις την 27 Σεπτεμβρίου 1831, όταν επήγαινε εις την Εκκλησίαν από τον Κωνσταντίνον και Γεώργιον Μαυρομιχάληδες.-Αυτή η φαμελιά είναι μια φαμελιά οπού έχυσε πολύ αίμα δια την ελευθερίαν μας, αλλ’ είναι φαμίλια οπού έκλινε εις ταις δολοφονίαις…..

...της ευθύς συνάχθηκε η Γερουσία με τους Γραμματείς και απεφάσισαν να κάμουν τριμελή επιτροπή τον Αυγουστίνον, εμένα και τον Κωλέτη. Ο Αυγουστίνος με άστειλε ευθύς με τον θάνατον του Κυβερνήτου έναν πεζοδρόμον δια να μου δώση είδησιν και να πάγω εις το Ανάπλι. Ήμουν εις την Τριπολιτσά, εκείναις ταις ώραις ευρέθηκα εις την Τριπολιτσά. Η Γερουσία εκοινοποίησε την απόφασιν της εις τον Αυγουστίνον, ο Αυγουστίνος είπε ότι δεν δέχεται αυτήν την θέσιν αν δεν έλθη πρώτον και ο Κολοτρώνης να ομιλήσωμεν. Εγώ έλαβα την είδησιν το βράδυ την ίδια Κυριακή από τον πεζοδρόμον, ότι ο Κυβερνήτης εσκοτώθηκεν από τους Μαυρομιχάληδες και ο ένας εσκοτώθηκε και ο άλλος επήγε εις τον Ρουάν, δεν ήξευρα τίποτε άλλο περισσότερον. Τότε εσυλλογίσθηκα ότι είχε αποφασίση ο Κυβερνήτης  ότι αν αποθάνη έξαφνα να γένη ευθύς συνέλευσις από το Έθνος. Ευθύς έκραξα τον διοικητήν της Τριπολιτσάς οπού ήτον ο Καρόρης, και τους γραμματικούς του,έγραψα παντού διαταγάς εις τα στρατεύματα οπού ήταν με τον Γενναίον να τραβηχτούν, και εγώ να μείνω εις την Τριπολιτσά.
Διτί εγώ δεν ήξευρα που θε να τραβήξω, ούτε ήξευρα τι εγίνετο εις το Ανάπλι, με τα γράμματα έστελνα τι εγίνετο εις το Ανάπλι, με τα γράμματα έστελνα παντού καβαλλαραίους και πεζούς, και τους ανάγκαζα να έλθουν μία ώρα αρχύτερα.
Την αυγήν ξημερώνοντας δευτέρα με ήλθαν δύο πεζοί  ο ένας κοντά εις τον άλλον και μου έφεραν τας ειδήσεις ότι η Γερουσία εψήφισε τριμελή επιτροπή, ότι ο λαός επολιόρκησε τον Γεωργάκη Μαυρομιχάλη εις του Ρουάν(γάλλου πρέσβη) το σπίτι, ότι τον εζήτησαν από τον Ρουάν, ότι τον επαράδωκε και τον επήγαν εις το Παλαμήδι και μου έλεγαν να φθάσω μίαν ώραν αρχήτερα.
Το βράδυ είχα βαστάξη μυστικό και δεν το εκοινοποίησα εις την πόλιν τον θάνατον του Κυβερνήτου.
Την αυγήν όπου το έμαθαν οι πολίται της Τριπολιτσάς έμειναν νεκροί, άφησαν τα εργαστήρια των, ταις δουλειαίς τους και επερπατούσαν εις τους δρόμους ωσάν τρελλοί. Εγώ έστειλα εις όλας τας επαρχίας ταχυδρόμους με δεύτερα γράμματα να μείνουν ήσυχοι αι επαρχίαι, να σταθούν οι έπαρχοι εις τας θέσεις των, και να εξακολουθούν τας εργασίας των. Τους έδιδα και την είδησιν ότι εκλέχθη μία επιτροπή δια να κυβερνήση τον τόπον, και ότι θέλει λάβη τα αναγκαία μέτρα δια να βαστάξη την ησυχίαν και την ευταξίαν εις αυτήν την κρίσιμον περίστασιν.
Ήρθαν οι προύχοντες της πόλεως Τριπολιτσάς πριν να αναχωρήσω δια το Ναύπλιον, και μου είπαν ότι: “Τι να γίνωμεν, εμείς φοβούμεθα να μην πάθωμεν τίποτε, διότι η πόλις μας είναι ανοικτή και ξέφραγη”. Τους είπα να βάλουν ντελάληδες  και να διαβάσουν όσα έγραψα και εις ταις άλλαις επαρχίαις. Αυτοί με επαρακάλεσαν να βάλουν ντελάληδες να μαζωχτούν οι πολίται εις το σχολείον και να υπάγω εγώ να τους ομιλήσω. Το εδέχτηκα, εσυνάχθηκαν οι πολίται εις το σχολείον, τους ωμίλησα δια μιάν ώραν ολόκληρον, τους είπα όσα έπρεπε να τους ειπώ εις τέτοιας περιστάσεις.
Άφησα το Σισινόπουλο με 100 καβαλλαραίους δια την ησυχίαν του τόπου,και εγώ εκίνησα, και δια εξ ώρας έφθασα εις το Ανάπλι.
Είχα μαζί μου 150 καβαλλαραίους. Ο λαός εζήτησε την άδειαν και άνοιξαν την πόρταν και εβγήκαν εις προϋπάντησιν μου, έως τον τόπον που εξεμπαρκαρίστηκε ο βασιλεύς, και ο λαός απεκεί με εσυντρόφευσε έως το σπίτι μου. Άλλοι που με απαντούσαν έκλαιγαν, αλλοι παραπονούντο και εγώ έλεγα εις όλον τον κόσμον: “ Ησυχία.” Πηγαινάμενος εις το σπίτι τους είπα: “Έλληνες, πηγαίνετε εις τα σπίτια σας, μη έχετε κανένα φόβον, και του Θεού η δύναμις θέλει τα οικονομήση όλα.”
Απ’ εκεί επήγα εκεί όπου εκάθετο ο Αυγουστίνος δια να τον παρηγορήσω, πηγαινάμενος εκεί επαρηγόρησε ο ένας τον άλλον, και έπειτα μου λέγει: “ Εις τον λαιμόν σου κρέμομαι και εγώ και το Έθνος, και κάμε ότι σου φανή εύλογον”.
Εγύρισα εις το σπίτι, ωμίλησα του Αλμέδα οπού ήτον φρούραρχος και επί κεφαλής  εις τα στρατεύματα τα τακτικά, και του είπα να βάλη ντελάληδες να καθήση ήσυχος καθένας εις το σπίτι του και να βγάλη τα όπλα (διατί ήταν όλοι αρματωμένοι), και καθώς εφέρθηκες ταις τόσαις ημέραις να φερθής και τώρα δια την ησυχίαν. Το τακτικόν εστάθηκε πιστόν εις τον όρκο του, και εμπόδισε την σφαγήν και την φωτιά. Τώρα να κάμετε όρκον και εις την επιτροπήν, έως να ιδούμεν που θα κατασταλάξη το πράγμα.
Την άλλην ημέραν εσυνάχθηκε η Γερουσία και οι Γραμματείς και ημείς εκάμαμεν τον όρκον και επήραμεν ταις υποθέσαις του Κράτους επάνω μας. Ο λαός εφώναζε δια τον φονέα Γεωργάκη: “Ή σκοτώνετε τον φονέα, και πιάνετε και τους συμβούλους, είτε μη θα κάμωμεν ότι ειμπορέσωμεν”.
Τότε ημείς απεφασίσαμεν στρατιωτικόν δικαστήριον, τον έκρινε τον εκαταδίκασεν εις θάνατον, και εκτελέσθη η απόφασις εις την Πρόνοια. Οι δύο υπηρέται και ο Κακλαμάνος εβάλθηκαν εις φυλακήν, οι οποίοι εμαρτύρησαν την εταιρίαν οπού είχαν να σκοτώσουν τον Κυβερνήτην. Εβιάσαμεν τον Ζιεράρ(γάλλος διοικητής του τακτικού στρατού) να κάμη την παραίτησιν του, ειδέ μη ηθέλαμεν τον κηρύξη ως ένα επίβουλον. Έδωκε την παραίτησιν του, εβα΄λθη εις φυλακήν και ο υιός του Καλαμογδάρτη και οι άλλοι δεν εμαρτυριώντο από τον άλλο. Πολλοί τρελλοί ήρχοντο και με εφορτώνοντο και μου έλεγαν: “Κολοκοτρώνη, εκδίκησιν κάμε, σκότωσε τους φονείς.” Και εγώ τους εμάλλωσα και τους εδίωξα από το σπίτι λέγοντας τους: “Πηγαίνετε εις τα σπίτια σας, δεν είναι εδική σας δουλειά…..”

Ο  Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, μιλούσε πολλές  φορές με παροιμίες και διδακτικούς μύθους.
Έτσι, κατά τον Γ. Τερτσέτη, όταν κάποιοι χάρηκαν με τη δολοφονία του Καποδίστρια, γιατί απηλλάγησαν από έναν τύραννο, όπως πίστευαν, ο Κολοκοτρώνης τους μίλησε με τον εξής μύθο:

“Εις  τον σκοτωμόν του Κυβερνήτου έπλασεν ή ενθυμήθη, αν σώζεται εις το θησαυροφυλάκιον της σοφίας του λαού, τον μύθον του σαμαρτζή. Η έννοια του είναι αύτη: Τα γαϊδούρια έκαμαν συνωμοσίαν και εσκότωσαν τον επιτήδειον σαμαρτζή τους και εχοροπηδούσαν. Ένας γέρος γάϊδαρος τα εμάλλωσε λέγοντας τα, μη χαίρεσθε, θα ίδετε τι μας άξιζε, όταν τα σαμάρια των άλλων θα μας πληγόνουν την ράχην” 


Ο δε Μιχαήλ Οικονόμου γράφει στο έργο του “Ιστορικά της Εθνικής Παλιγγενεσίας”:
“… η Αντιπολίτευσις κατέφυγεν εις το ανόσιον της συνωμοσίας μέσον προς ενέργειαν και εκτέλεσιν του μεγίστου των εγκλημάτων. Προγράψασα αυτόν τε τον Κυβερνήτην, έκτοτε δε και τον Θ. Κολοκοτρώνην, όν εθεώρει ως στήριγμα του και κώλυμα ισχυρόν εν τω τόπω της εκτελέσεως των σκοπών της, ευτύχησε τέλος να ευρή χείρας Ελληνικάς δύο δοξομανών φανατικών εκ των της Αντιπολιτεύσεως, του Γ. Μαυρομιχάλη και του θείου του Κ. Μαυρομιχάλη, και δη ενθέσασα εις τας χείρας αυτών πεπληρωμένα τα της δολοφονίας του κυβερνήτου όργανα και επισπεύσασα να φέρη εις πέρας το μέγα έγκλημα, κατώρθωσε το μιαιφόνον της πατρίδος δράμα της 27 Σεπτεμβρίου 1831 εν Ναυπλίω ασεβώς εν τη θύρα του ιερού ναού του Θεού, (τιμωμένου εν ονόατι του αγίου Σπυρίδωνος) όπου το θύμα της επορεύετο πρωϊ να παρευρεθή εις την θείαν μυσταγωγίαν και προσφέρη την προς αυτόν άδολον λατρείαν του.
Το ανοσιούργημα διεπράχθη. Μετά δε την εκτέλεσιν αυτού εκ των δολοφόνων ο μεν ο Κωνσταντίνος, δραμών, αλλά μη δυνηθείς να φύγη, εφονεύθη εκεί παραχρήμα από τινα μονόχειρα Κρητα απόμαχον Ι. Κοζόνην ονόματι, ο δε Γεώργιος ως νέος κατώρθωσε να φθάση εις το Αγγλικόν Πρεσβείον, προς σωτηρίαν και μη γεγόμενος δεκτός έδραμεν εις το Γαλλικόν, όπου εγένετο δεκτός.(Τούτο ως ην επόμενον διήγειρεν υπόνοιαν παρά τω κοινώ και προυκάλεσε εις το στόμα του Λαού το παροιμειώδες ρήμα:”Όθεν η εκπόρευσις, εκεί και η καταφυγή”). Τότε συνέβη και έτερον τι έκτακτον, δον επίσης υπόνοιαν, έστι δε τούτο. Ο τον τακτικόν στρατόν τότε διοικών γάλλος Γεράρδος ηθέλησε να εξαγάγη αυτόν λίαν πρωί έξω τους φρουρίου προς γυμνάσια, αλλά δια το πρόωρον, εκ τύχης ή εξ υπονοίας τινος, απήντησεν εναντίωσιν τινά από τον αξιωματικόν Κομπότην, και εκ τούτου βραδύνασα εμποδίσθη η έξοδος……ο Γάλλος Πρέσβυς παρέδωκεν την εξουσίαν...και από στρατιωτικόν συμβούλιον δικαστείς βραδύτερον και καταδικαστείς ετουφεκίσθη.
Αλλ’ η Ελλάς εστερήθη ούτω του μεγάλου εκείνου Έλληνος και εξόχου πολίτου του Κυβερνήτου, περί ου ο φιλέλλην Ευινάρδος διεκήρυξεν ευθύς πανταχού εν Ευρώπη τας πυρίνας εκείνας λέξεις.
“Ο δολοφονήσας τον Καποδίστριαν, εδολοφόνησε την Ελλάδα.”

Και ο γέρων δε Π. Μαυρομιχάλης, του μεν Κωνσταντίνου του δολοφόνου αδελφός, του δε Γεωργίου πατήρ, στενάζων και δημοσίως ελέγχων την πράξιν πολλάκις επανέλαβεν: “Αχ Γεωργάκη! Αχ Κωνσταντίνε! Κακό που μου κάματε! Αχ καυμένε Καποδίστρια! Άγιο νάν’ το χώμα σου ‘κει πώπεσες.”

Και ούτως, οι μεν άμεσοι δολοφόνοι ετιμωρήθησαν πάραυτα, τιμωρηθήσονται δε πάντες και οι έμμεσοι και αφανείς συνεργοί από την θείαν δίκην κατά τον Σόλωνα.”

Και συνεχίζει ο Μιχ. Οικονόμου:

“...Εν τούτοις όπως εις την πολιορκίαν και την άλωσιν της Τριπολιτσάς ανεδείχθη ο Κολοκοτρώνης, και εις την των Πατρών πολιορκίαν εκλήθη. Ο αυτός δ’ εκείθεν και εις τον επί Δράμαλη μέγα κίνδυνον προήλθε. Και όπως θανασίμως διωκόμενον και πεφυλακισμένον εν Ύδρα αι της πατρίδος ανάγκαι και οι επί Ιμπραϊμ κίνδυνοι εκάλεσαν αυτόν εις τα πράγματα. Ούτω και νυν μετά την του Κυβερνήτου δολοφονίαν, εις Τριπολιτσάν ευρισκόμενον τότε, τα πράγματα αυτά μονονουχί φωνήεν αφιέντα, επεζήτησαν αυτόν και εις την σκηνήν ταύτην ως πρόσωπον αναγκαίον…”

Ο δε Αμβρόσιος Φραντζής αναφέρει:

 “….Εν τοσούτω το λείψανον του Κυβερνήτου βαλσαμωθέν, εκομίσθη μετά λαμπράς κηδείας εις τον εν Ναυπλίω ναόν του Αγίου Γεωργίου, συνοδεύοντος αυτό πλήθος λαού δακρυροούντος και πενθηφορούντος, όπου ψαλείσης της νεκρωσίμου ακολουθίας, ετέθη εκείσε, το οποίον δια πολλάς ημέρας τρέχων έκαστος το ησπάζετο. Έμεινε δε εις τον Ναόν μέχρι της ημέρας, καθ’ ην ο αυτάδελφος του Αυγουστίνος αναχωρήσας εκ της Ελλάδος, συμπαρέλαβεν αυτό, και απαγωγών εις Κέρκυραν, την πατρίδα του, ενεταφίασε λαμπρώς. Τελεσθέντων δε καθ’ όλας τας επαρχίας της Ελλάδος των μνημοσύνων αυτού κατά διαταγήν της διαδεχθείσης αυτόν Κυβερνήσεως, διάφοροι λόγοι επιτάφιοι εξεφωνήθησαν παρά πολλών εις εκάστην επαρχίαν της Ελλάδος, (καθώς και εν τη πρωτευούση της Οδησσού Εκκλησία παρά του σοφωτάτου και εξοχωτάτου Αλ. Στούρζα(την 18 Οκτωβρίου 1831), οι οποίοι εθρηνολόγουν δια την δολοφονίαν αυτού). 

Αλλ’ ύστερον από όλα αυτά το εν μέρος των ανθρώπων εκείνων,  περί ων είτηται, δεν έλειπον αντενεργούντες και μετά θάνατον αυτού θέλοντες να υποστηρίξωσι, και να παγιώσωσιν επικεκυρωμένως προς τας αντιπαθείας των, μάλλον δε όσας ζώντος αυτού εν εδυνήθησαν να πραγματοποιήσωσι τότε εξύβριζον αναφανδόν ως τύραννον, ως δεσποτικόν και ως μη θελήσαντα, ουδέ συγκατεθέντα ποτέ εις την έκδοσιν Συντάγματος, επί τη βάσει του οποίου έμελλε να διοικήται η Ελλάς, τεκταίνοντες αυτήν των μάλλον την κατηγορίαν κατά του κυβερνήτου ως μέγα έγκλημα, εν ώ ο Κυβερνήτης είχε προετοιμάσει και το της Ελλάδος Σύνταγμα, το οποίον δεν προέφθασε να το εκδώση εις φως, καθότι μόνος ο πικρός και ολέθριος θάνατος, ο υστερήσας την ύπαρξιν του, υστέρησε την Ελλάδα και αυτού του αγαθού πράγματος, του τόσου αναγκαίου και λυσιτελούς ως προς την ηθικήν κατάστασιν των Ελλήνων.
(Εάν δεν ήθελε προφθάση το πιστόλι και το μαχαιρίδιον δια να αφαιρέση την ύπαρξιν του Κυβερνήτου(όστις ποτέ μη φρονών, μηδέ πιστεύων εν τοιούτον απάνθρωπον κατ’ αυτού τόλμημα, δεν έλαβε μέτρον διατηρητικόν της υπάρξεως του) δεν ηξεύρομεν που ήθελον εύρει τόπον να σταθώσιν όσοι ήσαν αντιπολιτευόμενοι, αλλ’ ας υποθέσωμεν ότι ούτως ήτο πεπρωμένον.)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου