Εικόνες της φύσης

Εικόνες της φύσης
Τρίπολη Αρκαδίας-Πλατεία Άρεως, Ο Αρχιστράτηγος του Αγώνα Θεόδωρος Κολοκοτρώνης

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2021

Ο Κολοκοτρώνης σπεύδει σε βοήθεια του Αλή Φαρμάκη(1808)

 (Η φωτό είναι από τη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη http://www3.ascsa.edu.gr. Περιγραφή: "Αλβανοί (ή αλβανόφωνοι) στρατιώτες, οπλισμένοι με τουφέκια και με τη χαρακτηριστική ενδυμασία, καταδιώκουν τον εχθρό σε ορεινή τοποθεσία")

Στο Μοναστηράκι Γορτυνίας είχε τον πύργο του ο Αλή Φαρμάκης, οθωμανός αγάς με αλβανική καταγωγή, πλούσιος και πανίσχυρος στη περιοχή του Λάλα Ηλείας. Ο Κολοκοτρώνης βρισκόταν στην Ζάκυνθο εξόριστος. Κατόπιν έκκλησης για βοήθεια από τον αδελφοπητό του Αλή Φαρμάκη πέρασε στο Μωριά το έτος 1808 και μετέβη στο Μοναστηράκι, για να τον βοηθήσει. Τον Αλή Φαρμάκη ήθελε να εξοντώσει ο γιος του φοβερού Αλή Πασά, ο Βελή Πασάς, ο οποίος είχε αναλάβει την διοίκηση της Πελοποννήσου με σκοπό να υποτάξει κάθε τοπική διοίκηση που είχε γίνει ισχυρή και απειλούσε την εξουσία του.
Αξιοσημείωτο είναι ότι κατά την διάρκεια της πολεμικής επιχείρησης κι ενώ ζητήθηκε η παράδοση του Κολοκοτρώνη στους Τούρκους  για να γλυτώσει ο Αλή Φαρμάκης, χωρίς όμως να ενδώσουν οι πολιορκημένοι,  ο Κολοκοτρώνης προσφέρθηκε λέγοντας: “Έρχεσθε να με δώσετε να ξεμπερδεύσωμε; Εγώ το ψωμί μου το έφαγα”.
Ούτε να το φανταστούμε δεν θέλουμε τι θα γινόταν αργότερα με την Επανάσταση, αν έβγαινε τότε από τη μέση ο Κολοκοτρώνης!


Λεπτομέρειες από την όλη επιχείρηση περιγράφει  ο Κολοκοτρώνης  στα Απομνημονεύματα του:
“Εις τα 1808, την άνοιξι, ο Βελή πασάς εφοβέριζε τον Αλή Φαρμάκη, ή τον πύργο του να του δώση ή ο ίδιος να υπάγη ή το παιδί του ενέχυρο να δώση. ….
Ο πάππος του Αλή Φαρμάκη και ο πάππος ο εδικός μου, Γιάννης  Κολοκοτρώνης, ήσαν φίλοι και αδελφοπητοί.  Εσκοτώθηκε ο παπούλης μου και ο παπούλης του Αλή Φαρμάκη και έμεινε η φιλία η ιδία εις τους πατέρες μας.  Ως φίλοι πατρικοί ελάβαμε και ημείς ανταπόκρισι, δεν τον είχα ιδή προσωπικώς. Επιστηριζόμενος λοιπόν εις την φιλίαν με έγραψε ένα γράμμα, μου έλεγε:” Φίλε πατρικέ, ο Βελή πασάς ετοιμάζεται να με βαρέση, και αν είσαι φίλος να έλθης να με βοηθήσης”.  Και εγώ του απεκρίθηκα ότι: “Δεν έρχομαι τώρα, διότι θα σε βλάψω, και αν δεν έχη σκοπόν να έλθη ο Βελή πασάς, τόμου μάθη ότι ήλθα εγώ, θα έλθη τότε, αλλά να κυτάξης με κανέναν μέσον να μην κηρύξης τον πόλεμο, αν όμως και κινήση το στράτευμα εναντίον σου, τότε έρχομαι”. Ο Βελή πασάς, ισχυρογνώμων, εκίνησε με το στράτευμα. Τότε με έγραψε, ότι τα στρατεύματα εκίνησαν, και αν είσαι φίλος, τώρα φαίνεσαι. Λαμβάνοντας το δεύτερό του  γράμμα, ετοιμάσθηκα με εκατό. Οι αξιωματικοί με εμπόδιζαν,…….και πήρα μόνον 16 και εγώ 17. Εβγήκα κοντά εις την Γλαρέντζα εις το Κοτίχι και διευθύνθηκα δια το Μοναστηράκι.
Την ίδια ημέρα οπού έφθασα εγώ εις το Μοναστηράκι, έφθασαν και 8000 τούρκικα εναντίον, και εστάθηκα υποχρεωμένος να περάσω από την μέσην την νύκτα. Ο Αλή Φαρμάκης είχε 400 και από τον φόβον τους έφυγαν, και έμειναν 90.
Την αυγήν ανοίχθη ο πόλεμος, άρχισαν να κάμουν λαγούμι, και εις τριάντα ημέρεις εγίνετο νύκτα και ημέρα πόλεμος. Είχαν και τέσσερα κανόνια. Εις τας τριάντα ημέρας επρότεινε συμβιβασμό και επρόβαλε εις τον Αλή Φαρμάκη να παραδώση τον Κολοκοτρώνη και να του χαρίση τα πταισίματά του, τον πύργο του, όλα. Του απεκρίθη ότι: “Αν είναι της τιμής και της παλλικαριάς να δώσω  ένα φίλο μου οπού ήλθε να με βοηθήση από τα νησιά, και εγώ ειμπορώ να το κάμω”.
Απεκρίθησαν ότι: “Αληθινά είναι αυτό, πλην ντεντελί, μέγα πράγμα με ένα ρωμαίο να χαθή τόση Τουρκιά δι’ έναν άνθρωπο”. Ο Αλή Φαρμάκης απεκρίθη ότι: “Αν είμουν πασάς  εγινόμουν κι εγώ άπιστος, πλην δεν το κάμνω κάμετε λαγούμι και να ημπορέσετε  αναποδογυρίστε μας, και ο Θεός έχει”.  Και πάλιν επιάσθη ο πόλεμος.  Το βράδυ έκαμε συμβούλιο, συνθεμένο από όλους τους αγάδες, μπολουμπασήδες και τους είπε, τι του προβάλλουν οι Τούρκοι, να παραδώση τον Κολοκοτρώνη.
Όλοι απεκρίθησαν με ένα στόμα: “Χάσια, όλοι να χαθούμε, μα αυτό δεν ημπορούμε να το κάμωμε”.  Εγώ τους είπα ότι “Έρχεσθε να με δώσετε να ξεμπερδεύσωμε; Εγώ το ψωμί μου το έφαγα”. Ο Αλή Φαρμάκης μου είπε: “Δεν είναι εδική σου δουλειά, είναι εδική μας”.  Απεφάσισαν όλοι λοιπόν να αποθάνουν. Εις εξήντα τέσσερες  ημέρες έβαλαν φωτιά εις το λαγούμι και το λαγούμι είχε χίλιες οκάδες μπαρούτι μέσα. Εμείς εσκάφταμε δώδεκα βήματα εκτός του πύργου και 3 ½ πήχες του βάθους ….με σκοπό να πιάσουμε τους λαγουμιτζήδες. Το λαγούμι ευρέθη ξεθυμασμένο και ο πύργος δεν έπαθε τίποτα…..Οι Τούρκοι ελπίζοντες ότι θέλει απογυρισθή ο πύργος ……….αργάλεψαν…..ημείς ...ρίξαμε μια μπαταριά εις είδος χαράς, ότι δεν μας έκαμαν τίποτε.
Τότε έπεσαν σε συμβιβασμό. 3734 κανονιαίς μας έρηξαν…..ούτε τα κανόνια τους δεν μας έκαμναν τίποτα, ούτε το λαγούμι…...μας εζήτησαν συμβιβασμόν, του επρόβαλαν: τι ζητεί δια να παύση ο πόλεμος; Και αυτός τους εζήτησε να μην χαλάσουν τον πύργο, ο Κολοκοτρώνης να υπάγη απείραγος με ενέχυρα, και να υπάγη εις την Ζάκυνθον, ο Αλή Φαρμάκης να μείνη εις τον πύργο, έως ότου να λάβη γράμμα από τον Κολοκοτρώνη, ότι εμβαρκαρίσθη, και  τότε εβγαίνω από τον πύργο, και πηγαίνω εις τον Βελή πασά δια να τον προσκυνήσω.
Αυτός ο συμβιβασμός εγίνετο με τους αρχηγούς και με το στράτευμα, και όχι με την γνώμη του Βελή πασά και πάνω εις αυτό έστρεξαν…….Την αύριον ανεχώρησα με όλους τους δικούς μου τους Λαλαίους και επήραμε ενέχυρο τρεις από τους καλύτερους, με συμφωνία ότι, αν μας κτυπήσουν, να τους σκοτώνωμεν ημείς αυτούς. Έτσι εβγήκαμε, επήγαμε εις του Λάλα, άφησα το παιδί του Αλή Φαρμάκη εις τα σπίτια και επήγα εγώ εις τον Πύργο της Γαστούνης. Η συνθήκη επήγε εις τον Βελή πασά, αυτός εθύμωσε και έδωσε διαταγή να πιάσουν όλαις ταις σκάλαις και να με πιάσουν.  Το μπουγιουρντί ήλθεν εις τον Ιμπραήμ αγά, τον εξάδελφον του Αλή Φαρμάκη, ο οποίος ήταν βόϊβοδας. Διαβάζοντας το μπουγιουρντί …...εγέλασε τον τάταρη………...και ευθύς εσηκώθηκα μαζύ με τα ενέχυρα και συντροφευόμενος από τον Ιμπραήμ αγά επήγα εις το Πυργί και εμβαρκαρισθήκαμε, και απόλυσα τα ενέχυρα, και έστειλα γράμμα του Αλή Φαρμάκη, ότι εμβαρκαρίσθηκα υγειής.
Το Πυργί από τον Πύργο είναι δύο ώρας και εως την Γαστούνη έξη. Μόλις είχαμε μακρυνθή δύο μίλια, και τα τούρκικα στρατεύματα από την Γαστούνη είχαν έλθει να πιάσουν το πυργί, αλλ’ είμεθα μακρυσμένοι. Αφού επήγε η είδησις του Αλή Φαρμάκη ότι εμβαρκαρίσθηκα, εβγήκε και επήγε εις την Τριπολιτσά και επροσκύνησε τον Βελή πασά.
Εγώ επήγα εις την Ζάκυνθο, ο Αλή Φαρμάκης ευρηκε τρόπον και έφυγε και ήλθε και αυτός στην Ζάκυνθο…...Ο Βελή πασάς δεν εσκότωσε τον Αλή Φαρμάκη, διότι επροσπαθούσε να με γελάση και εμέ να υπάγω εις την Τριπολιτσά και έτσι δεν τον επείραξε. Έκαμε τον συμβιβασμό ο Αλή Φαρμακης, βιασμένος από τους ιδίους Τούρκους τους εδικούς του, φοβούμενοι εις την ζωήν και το βιό τους. Μόλις εβγήκε από τον Πύργο, και έβαλαν και τον εχάλασαν.
…….ερχόμενος εις την Ζάκυνθο, αποφασίσαμε να υπάγωμε εις το Παρίσι δια να εύρωμε τον Βοναπάρτε…..(σχεδίαζαν μαζί να κηρύξουν το Μωριά ανεξάρτητο από την οθωμανική κυριαρχία).


Ο Αλή Φαρμάκης είχε 40 χρόνους, μαυρουδερός και κίτρινος και δ’ αυτό τον έλεγαν “Φαρμάκη”, κοντότερος μου, λιανός, πολλά φρόνιμος, πιστός, σιωπηλός, θυμώδης. Απέθανε εις του Λάλα, αρρώστησε στην Ζάκυνθο από λυσεντερία. Οι συγγενείς του έκαμαν να του δοθή άδεια του Αλή Φαρμάκη δια να έλθη εις του Λάλα. Οι Άγγλοι έστειλαν ένα ιατρόν και αφού είδαν ότι αποθνήσκει, τότε του έδοσαν την άδεια να έβγη έξω εις τον Μορέα……
Αφού έμαθα ότι απέθανε, εβγήκα εις τον Μορέα και επήγα εις του Λάλα δια να παρηγορήσω την φαμίλια του”.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου