Εικόνες της φύσης

Εικόνες της φύσης
Τρίπολη Αρκαδίας-Πλατεία Άρεως, Ο Αρχιστράτηγος του Αγώνα Θεόδωρος Κολοκοτρώνης

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

Σάββατο 27 Μαρτίου 2021

Η μάχη της Καρύταινας - 27 Μαρτίου 1821

Ας  μεταφερθούμε νοερά σ’ εκείνη την εποχή για να δούμε τον αγώνα των προγόνων μας, τις πρώτες μέρες της Επανάστασης,  όπως περιγράφει ο Κολοκοτρώνης στα  Απομνημονεύματα του:

“….Σαν είδα, ότι οι Τούρκοι δεν ήσαν την ημέρα εκείνη δια κίνημα, επήρα την χώρα της Καρυταίνης και έκλεισα τους Τούρκους εις το κάστρο (ημέρα 26).
Σταις 27 εσηκώθηκα χαραυγή, με τα χαράματα, και άφησα τους Καρυτινούς καμμιά δεκαπενταριά νομάτους, κι εγώ έπιασα το στενό…..
Την αυτήν ημέραν που εκίνησα, ήγουν 27, με έφθασε ένας ντεσκερές του μακαρίτου του μπεϊζαντέ Ηλία(Ηλία Μαυρομιχάλη), ότι έφθασε με 200 Σπαρτιάτας  εις το Λεοντάρι, και του έγραψα, ότι να φθάση γρήγορα, γιατί σήμερα έχομε τουφέκι. ………

 


Κι εγώ πήγα εις το στενό, εις τον Άγιο Αθανάσιο.
Την αυγή εξαγνάντησα το στράτευμα το φαναρίτικο (οι Τούρκοι της επαρχίας Φαναρίου) μια ώρα αλάργα, και ο τόπος στενός, και φορτώματα, και κρατούσε δύο ώραις ο μάκρος τους, η σειρά του, και βλέποντας μας ευθύς εμβήκαν το τουφέκι ομπροστά δια να πολεμήσουν, και ημείς είχαμε ταμπούρια και επολεμήσαμε έξη ώραις. 

Οι Σπαρτιάται έκαμαν τότε εναν πόλεμο που εμιμήθηκαν τον Λεωνίδα: 300 ήτον οι πρώτοι, 1700 οι Τούρκοι. Από ταις έξη ώραις έσωσαν τα φουσέκια τους, ελαβώθηκε ο Βοϊδής, ο Δουράκης, ασκοτώθηκαν πέντε-έξη. Εις το μεσημέρι έσωσαν τα φουσέκια.
Μου λένε το στράτευμα, να τους ανοίξωμεν- όμως τα Κολιόπουλα ήτον 6 ώραις μακριά εις το ποτάμι του Ρουφιά, εις το χωρίον Τζούκα, εφύλαγαν δια τους Λαλαίους. Ακούοντας το τουφέκι, εκίνησαν, πλην δεν έφτασαν (είχαν τετρακοσίους) εις την ώραν, αλλ’ επειτα από μισή ώρα. Οι Τούρκοι εσκοτώθηκαν 15, επολεμούσαν με καρδιά, διοτι είχαν το βιός τους και τις γυναίκες τους. Αν έφθαναν τα Κολιόπουλα, ο Γεωργάκης και ο Δημήτρης, ήθελε χαλασθούν οι Τούρκοι. Επήραν οι Τούρκοι την θέσιν μας. 

 

Ακούοντας την μπαταριά των Κολιαίων εβγήκαν αγνάντια να ιδούν. Βλέποντας ότι μας έρχεται μεντάτι τότενες οι Σπαρτιάταις επήραν τους λαβωμένους και έμεινα με πολλά ολίγους.

Ακούοντας την μπαταριά, εφράξαμε τον τόπον, να μην περάσουν οι Τούρκοι από το γεφύρι, με 20 ανθρώπους. Εκούναγα το μπαϊράκι δια να με γνωρίσουν τα Κολιόπουλα, είχε πιασθή ο λαιμός μου από τις φωναίς της ημέρας.
Οι Τούρκοι βγαίνουν εις βοήθεια από το κάστρο, διώχνουν εκείνους που ήτον στη χώρα. Κυνηγούμε τους Τούρκους με τα γυναικόπαιδα, 500 ψυχαίς εχάθησαν εις το ποτάμι της Καρύταινας, μην μπορώντας ν’ απεράσουν από το γεφύρι, το οποίον το είχαμε πιασμένο. Οι Έλληνες έπαιρναν τα ζώα, τα άτια όλα λαβωμένα. Δεν τους εχώραε το Καστράκι, και ήταν απέξω σαν το μελίσσι(η πρώτη νίκη κατά των Τούρκων των Καλαβρύτων πρώτα).

 

Ημείς τους επολιορκήσαμεν. Μετά το εσπέρας έφθασε και ο Ηλίας Μπεϊζαντές από το Λεοντάρι, σταις 28 ήλθε και ο Κανέλος με 200 Καρυτινούς. Ο Αναγνωσταράς και ο Παπαφλέσσας εκίνησαν δια την Αρκαδία με 500 ανθρώπους. Σαν οι Αρκαδιανοί ήταν φευγάτοι, εγύρισαν και ήλθαν εις την Καρύταινα με 1000. Σε δύο ημέραις εγινήκαμε 6000. Οι Τούρκοι οπού ήτον κλεισμένοι, άφησαν τα ζώα τους έξω, τα πήραν οι Έλληνες. Δεν είχαν νερό, τροφάς. Τον Νικηταρά, τον είχα σταλμένον με 100 νομάτους εις το Φραγκόβρυσο, εις την Τριπολιτσά, δύο ώραις απέξω……….”.

Στο μεταξύ οι Τούρκοι έστειλαν δυο άτομα ντυμένα με ελληνικά ρούχα και 500 γρόσια για να πάνε στην Τρίπολη να φέρουν ενισχύσεις. Πράγματι εστάλη από την Τρίπολη βοήθεια προς τους Καρυτινούς και Φαναρίτες  Τούρκους περί τους 2000 πολεμιστές. Πρόταση του Κολοκοτρώνη να πάει ο Αναγνωσταράς ή ο ίδιος για να εμποδίσει την έλευση τους δεν έγινε αποδεκτή από του υπόλοιπους αρχηγούς στο συμβούλιο που έκαναν.

“Την άλλη ημέραν ξημερώνοντας, Απριλίου 1η, εβγήκε το μεντάτι από την Τριπολιτσά, και εβγαίνουν εκει οπού έλεγα να πάγη ο Αναγνωσταράς, και βάνουν φωτιά αγνάντια.
Βλέποντας ταις φωτιαίς λέγομεν: “Το μεντάτι είναι”……
Επείσμωσα και τους είπα: “Να πιάσουν τρία καταράχια δια να καρτερέσωμε τους Τούρκους να πολεμήσωμε”. Και εγώ πήρα ένα άλογο και ένα μπαϊράκι εις το χέρι, και το κιάλι, και αν είναι Τούρκοι, να κλείσω το μπαϊράκι, αν δεν είναι, να το ανοίξω. Με ακολούθησαν και οι δύο με τα πόδια.  Όσο να έβγω εις την ράχη, απόστασε το άλογο, το έδεσα εις το κλαδί και εγώ βγήκα εις την ράχη. Έβαλα το κιάλι, είδα τους Τούρκους οπού ήρχοντο και έκλεισα το μπαϊράκι. Οι Έλληνες αρχίζουν να φεύγουν, αφού έκαμα το σημείον. Εγώ, έκανε κρύο, αέρας, επήρα από ένα τσοπανάκι, μια καποτίτζα άσπρη-ήμουν ιδρωμένος-κι εγύρισα πίσω να πάγω στο στράτευμα. Οι άνθρωποι μου έφευγαν. Ο Καβαδίας μου επήρε το άλογο. Εγύρισα πίσω εις το ορδί αποσταμένος, ευρίσκω τον μακαρίτην τον Ηλία που επολέμαε, το άλλο ορδί πήρε τα βουνά. Τα Κολιόπουλα  επολεμούσαν το αποκείθε μέρος του κάστρου. Εβγήκα και τον εσήκωσα τον Μπεϊζαντέ από εκεί, διότι έμενε μονάχος του, και εβγήκαμε όλοι σε μια ράχη, και τους λεγω: “Να κρατήσουμε τούτη τη ράχη, διατί αν τους βγάλουν και τουτουνούς, να τους πέσωμε από κοντά ίσια με την Τριπολιτσά”. 

Ο Αναγνωσταράς έπιασε το γεφύρι με 1000, ο Παπαφλέσσας, ο Κανέλος επήραν την απάνου στράτα, εγώ έμεινα μοναχός μου, οι Έλληνες ετσάκισαν, εκρύφθηκα εις κάτι κλαριά, ταις δύο πιστόλαις μου ανασηκωμέναις. 12 Τούρκοι εκυνηγούσαν το ένα μέρος των Ελλήνων, 10 τους άλλους, κατά το γεφύρι τον Αναγνωσταρά, και άλλοι τον Παπαφλέσσα και Κανέλλο. 

Ενόμιζον οι Έλληνες ότι τους ακολουθούν οι άλλοι. Επροσπέρασαν οι Τούρκοι, τους είδα έπειτα κ’ εγύρισαν από σιμά μου. Η καποτίτσα μ’ εγλύτωσε, γιατί εφορούσα κόκκινο μεϊντάνι και η καποτίτσα το εσκέπαζε.
Εις τα βασιλέματα του ηλίου εβγήκα αγνάντια εις τους εδικούς μας εις το γεφύρι. Καθώς με είδαν ……  “Που ήσουν; -Εκεί που με αφήκατε, κρυμμένος”. 

 

 


 - Προβάλλω να τους πάρουν καταπόδι εως την Τριπολιτσά. Οι Έλληνες δεν θέλουν. Τα Κολιόπουλα ετράβηξαν εις την Ηλιοδώρα, ο Παπαφλέσσας και ο Μπεϊζαντές πάγει εις την Δημητσάνα, ο Κανέλος εις τα Λαγκάδια, πάγει ταις φαμίλιαις εις το Μέγα Σπήλαιον.

 






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου